28 Ιουνίου 2014

Η ΕΛΛΑΔΑ Η΄ Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΤΡΑΓΙΚΟΥ του Thibaud Leplat


(μετάφραση από τα γαλλικά: Θάνος Σίδερης)

Σε κάθε μεγάλη διοργάνωση η ίδια ιστορία. Δεν είναι ποτέ φαβορί. Ωστόσο ανήκει στους ελάχιστους Ευρωπαίους που προκρίθηκαν στους 16 του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Αλλά γιατί, λοιπόν; Γιατί κανείς δεν αγαπάει την Ελλάδα;

Είναι η στιγμή να ζητηθεί από τον αναγνώστη ν’ αφεθεί στην ονειροπόληση. Φανταστείτε ότι καταλαβαίνετε αυτό το αλφάβητο κι αυτή τη γλώσσα με τους οικείους τόνους – οι συριγμοί της πορτογαλικής, η αιχμηρότητα της γαλλικής, η αυστηρότητα της γερμανικής. Κοιτάξτε τώρα τον κόσμο σα να είχατε γεννηθεί σε ένα νησί της Μεσογείου. Θα ζούσατε απέναντι από την Λιβύη και την Τουρκία, αλλά θα ήσασταν η καρδιά της Ευρώπης, το συναισθηματικό της κέντρο. Θα ήσασταν οι εφευρέτες όλων αυτών των πραγμάτων που δεν λένε τίποτα στους παγκοσμιοποιημένους εμπόρους, αλλά που αποτελούν την κοινότητα των ανθρώπων: το θέατρο, η δημοκρατία, η φιλοσοφία, οι αγώνες. Θα κορόιδευαν αυτές τις απολαύσεις όπως θα κορόιδευαν κι εσάς, και την ομάδα σας τόσο μικρή, τόσο άθλια. Θα επαναλάμβαναν πως ο μεγαλύτερος άθλος του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου τα τελευταία είκοσι χρόνια – ο δικός σας, εκείνος της νίκης στο Euro 2004 – δεν ήταν παρά ένα λυπηρό ατύχημα της ιστορίας, ένας τρόπος να μηδενίσει το κοντέρ. Σίγουρα. Αλλά θα προτιμούσε κανείς να ταχτοποιήσει αυτό το γεγονός κάτω από τη στοίβα των αναμνήσεων προκειμένου να το ξεχάσει όσο το δυνατόν πιο συνειδητά. Εντούτοις, χθες το βράδυ, δώσατε ένα μάθημα από κείνα που δεν ξεχνιούνται τόσο εύκολα. Είχαμε ξεχάσει σ’ αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο, όπου οι άμυνες των 5 φυλάκισαν κάθε απόπειρα οίστρου, ότι ο ενθουσιασμός και η αυταπάρνηση είναι επίσης θαυμαστά προτερήματα. Τα ευρωπαϊκά έθνη έπεσαν το ένα μετά το άλλο. Εκτός από την Ελλάδα. Και η Ελλάδα είμαστε εμείς.

Ο Έλληνας Ζλάταν
«Κιντύνεμα βαρύ τον αψυχιάρη δε βρίσκει»* τραγουδούσε ο Πίνδαρος στους ήρωες. Μήτε εκείνους με συνηθισμένα πατρωνυμικά. Η ομορφιά αυτής της Ελλάδας αρχίζει από την ποιητική του φύλλου
αγώνα: οι Σωκράτης Παπασταθόπουλος, Παναγιώτης Ταχτσίδης, Κώστας Κατσουράνης, Θεοφάνης Γκέκας μας θυμίζουν τους μυθικούς Άγγελο Χαριστέα, Αντώνιο Νικοπολίδη, Θεόδωρο Ζαγοράκη, Ζίση Βρύζα. Φορούν την ίδια άσπρη φανέλα με το σταυρό και ο Γιώργος Καραγκούνης είναι ακόμα εκεί για να μεταδώσει τη συναισθηματική κληρονομιά των ηρώων του 2004. Δέκα χρόνια μετά, όπως τότε τον καταραμένο Χαριστέα και το προδοτικό του πρόσωπο, κανείς δεν αγαπά τον Γιώργο Σαμαρά, αυτή την ερειπωμένη φυσιογνωμία κι αυτόν τον τρόπο του να πιάνει την μπάλα όπως να’ναι, όμως πάντα να ξεγλιστρά χάρις σε μια τρίπλα συχνά άσχημη, αλλά τη μόνη ικανή να ξαφνιάσει τον άμεσο αντίπαλό του. Με τον Σαμαρά ποτέ δεν ξέρεις αν πρέπει να χαιρετήσεις έναν μεγάλο τεχνικό ικανό να κατεβάσει οποιαδήποτε μπαλιά από τον ουρανό ή έναν επιδέξιο απατεώνα, του οποίου το μόνο ταλέντο είναι η τύχη και η ευκαιρία. Μαζί με τους Pipo Inzaghi, Davor Šuker και Miroslav Klose, αποτελεί μέλος αυτής της μυστικής αδελφότητας των παικτών – θυμάτων της φυσιογνωμίας τους. Αν είχε λίγο περισσότερη φινέτσα θα έβλεπε κανείς σ’ αυτόν έναν έλληνα Zlatan ή ένα είδος Edin Džeko σε μουσάτο μελαχρινό. Ωστόσο, έχει πολύ μεγάλα πόδια, πολύ φαρδιές πλάτες κι ένα λαιμό υπερβολικά ευθύ όταν τρέχει για να του αναγνωρίσει κανείς την παραμικρή κομψότητα. Ο Σαμαράς είναι ένα είδωλο της Celtic και το νούμερο 7 της Ελλάδας. Τελεία.

Η κανονική ομάδα
Υπάρχουν όμως ομάδες και παίκτες των οποίων η δυναμική της ταύτισης ξεπερνά κατά πολύ το θέμα του παιχνιδιού και του ταλέντου. Είναι ακριβώς σε αυτή την απουσία μπρίου, σ’ αυτήν την τέχνη να υποφέρεις επιδέξια με μεγάλα τραβήγματα κόκκινων καρτών, σ’ αυτή τη σφιχτή άμυνα και στις κόντρες αμυντικών με πρόσωπα δολοφόνων, που ξαναβρίσκουμε το ποδόσφαιρο του χωριού μας, τη μπάλα που παίζαμε στην άσφαλτο, που δε σταματά αν δεν πέσει ο ήλιος, αυτή τη μπάλα όπου πρέπει να μάθουμε να στεκόμαστε όρθιοι με κίνδυνο να ποδοπατηθούμε από έναν μεγαλύτερό μας ή κάποιον πιο περήφανο από μας. Αλλά τότε γιατί, αν μας μοιάζει τόσο πολύ, κανείς δεν αγαπάει την Ελλάδα στο ποδόσφαιρο; Ίσως γιατί με την άσπρη της φανέλα, με τον τρόπο που τα καταφέρνει μόνο χάρις στη θέληση να μην πεθάνει, με τη μανία της να μην υποστεί ποτέ τη μόδα και να ζει πάντα σε καθυστέρηση, μας μοιάζει πάρα πολύ, εμάς των κανονικών. Δεν προσφέρει ποτέ τίποτα το εξαιρετικό να θαυμάσεις ή να αποθεώσεις. Και μόνο η παρουσία της εξασκεί πάνω μας κάτι σαν απειλή υπεράνω των ωραίων μας αγώνων. Αν από καιρού εις καιρόν, με τη χάρη μιας χειρονομίας, ενός τέρματος ή ενός εξαιρετικού συναισθήματος, οι άλλες ομάδες μας προσφέρουν ψυχία του απόλυτου ή ίχνη ιδιοφυΐας, η Ελλάδα, αυτή, μας δίνει πάντα ότι υπόσχεται: αδιαλλαξία και θυσία. Δεν έχει ποτέ άλλη φιλοδοξία από το να παλέψει χωρίς έλεος. Ούτε για τον εαυτό της ούτε για τους άλλους.

Η μήνις του Σαμαρά
Δυο τραυματισμοί σε είκοσι λεπτά, μια αναβολή, ένα κάθετο και δυο οριζόντια δοκάρια, η Ακτή Ελεφαντοστού που ισοφάρισε δέκα λεπτά πριν τη λήξη, ένας μέσος όρος ηλικίας άνω των 30, η Ελλάδα επιτέλους θα αποκλειόταν. Ανασάναμε. Εντούτοις, βαθιά μέσα μας το ξέραμε. Το χθεσινοβραδυνό ματς ήταν φτιαγμένο για εκείνους. Η Ελλάδα θα κέρδιζε, χρειαζόταν μόνο να περιμένει κανείς το τέλος του χρόνου, τη στιγμή που ο κύβος είχε πια ριφθεί. Ενστικτωδώς μαντεύαμε πως οι περιστάσεις αυτής της συνάντησης ήταν για εποποίια και κάθαρση. Όπως στο ποίημα του Ομήρου, που όσο κι αν οι θεοί συγκαλούνται σε έκτακτο συμβούλιο κι ο Δίας απαιτεί να μείνουν ουδέτεροι, δεν γίνεται να μην πάρουν μέρος σ’ αυτή την υπέροχη σύρραξη και να υποστηρίξουν τους αγαπημένους τους. Οι Έλληνες θα κέρδιζαν στο τέλος, το γνωρίζαμε. Ένας θεός θα κατέληγε, στην άκρη των δεινών τους, να τους λυπηθεί και να επέμβει στη μάχη. Ήταν ο Δίας.

Χθές βράδυ πήρε τη μορφή ενός σφυρίγματος στη μικρή περιοχή. Στο 93, λοιπόν, ο Γιώργος Σαμαράς πήρε τη μπάλα, την τοποθέτησε στο σημείο του πέναλτυ κι έβαλε τα χέρια του στη μέση πριν εκτελέσει τη θανατική ποινή δίχως την παραμικρή ένδειξη δισταγμού. Ύστερα με τα δάχτυλα σχεδίασε μια καρδιά, σάμπως για να θυμίσει στον κόσμο πως είναι πράγματι άνθρωποι αυτοί που μόλις νίκησαν, όχι θεοί. Στη διάρκεια ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου έχουμε πάντοτε δυο ομάδες στην καρδιά μας. Τη μια γιατί είναι η δική μας. Την άλλη γιατί είναι η Ελλάδα.
* Ολ. Ι 127-129, μετάφραση Παναγή Λεκατσά

23 Ιουνίου 2014

Το Ιράκ και η πετρελαϊκή αγορά Πόσο θα αυξηθούν οι τιμές; (John Sfakianakis)





Είναι αυτονόητο ότι μια από τις συνέπειες της κρίσης στο Ιράκ θα είναι μια μεταβολή των τιμών τού πετρελαίου. Πράγματι, η βία στη δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγό τού ΟΠΕΚ έχει ήδη στείλει τις τιμές του πετρελαίου σε υψηλά δέκα μηνών. Μια πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA) το έθεσε καλά: «ενώ η παραγωγή τού Ιράκ είναι τεράστια, το ίδιο είναι και τα πολιτικά εμπόδια που αντιμετωπίζει - και τίποτα δεν παρέχει ένα σαφέστερο παράδειγμα αυτού του κινδύνου από την στρατιωτική εκστρατεία».
Ωστόσο, δεν είναι η ώρα για πανικό. Κατ’ αρχήν, το Ιράκ δεν είναι το μόνο μελανό σύννεφο που αιωρείται πάνω από την παγκόσμια αγορά πετρελαίου. Η Λιβύη, με τα 48 δισεκατομμύρια βαρέλια των αποθεμάτων της, αντλεί μόλις το 10% από όσο μπορεί, καταγράφοντας το χαμηλότερο επίπεδο από τον Σεπτέμβριο του 2011. Διάφορα σαμποτάζ έχουν μειώσει σημαντικά την ροή πετρελαίου επίσης από τη Νιγηρία. Και, αν το Ιράν και η Δύση δεν μπορέσουν να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα τον Ιούλιο, το Ιράν θα μπορούσε σύντομα να αντιμετωπίζει νέες κυρώσεις στην πετρελαϊκή βιομηχανία του. Με άλλα λόγια, το Ιράκ ίσως είναι η μικρότερη από τις ανησυχίες τού κόσμου.
Επιπλέον, παρά τις κάποιες αδυναμίες στην παραγωγή, η παγκόσμια προσφορά πετρελαίου είναι στην πραγματικότητα αρκετά υγιής αυτή την στιγμή - ένα εκατομμύριο βαρέλια την ημέρα περισσότερα από όσα ακριβώς έναν χρόνο πριν. Δεν είναι λόγω του ΟΠΕΚ. (Σε μια πρόσφατη συνάντηση στην Βιέννη, τα μέλη τού ΟΠΕΚ αποφάσισαν να διατηρήσουν την παραγωγή στα 30 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, όπως έχουν κάνει επί σχεδόν τρία χρόνια). Αντίθετα, η προσφορά είναι αυξημένη λόγω της παραγωγής τής Βορείου Αμερικής. Επιπλέον, η Κίνα έχει διαφοροποιήσει τις πηγές εισαγωγής πετρελαίου και αποθήκευσε σημαντικές ποσότητες πετρελαίου τους τελευταίους μήνες, μετριάζοντας τον κίνδυνο μιας παγκόσμιας έλλειψης από την απώλεια της ιρακινής παραγωγής πετρελαίου.
Τούτων λεχθέντων, εάν το Ιράκ βλέπει μια μείζονα διακοπή τού εφοδιασμού για παρατεταμένο χρονικό διάστημα – μια διακοπή που αφάνισε σχεδόν όλη την εξαγωγική του ικανότητα για πολλούς μήνες - και αν άλλες χώρες τής περιοχής συνεχίζουν να έχουν μειωμένη παραγωγή, υπάρχουν πολλά πράγματα που η Σαουδική Αραβία, ο ΟΠΕΚ, και οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να κάνουν για να καλύψουν το κενό. Η Σαουδική Αραβία, η χώρα με την πιο πλεονασματική παραγωγική ικανότητα, θα μπορούσε να επανέλθει στον παραδοσιακό της ρόλο να προσφέρει επιπλέον πετρέλαιο. Και, σε περίπτωση πανικού στην αγορά, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να απελευθερώσουν επιπλέον πετρέλαιο μέσω των δικών τους στρατηγικών αποθεμάτων. Από τις δύο επιλογές, ο ρόλος τής Σαουδικής Αραβίας είναι πιο σημαντικός.


ΣΑΟΥΔΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που η Σαουδική Αραβία, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο, κλήθηκε να βοηθήσει στην σταθεροποίηση της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου και να συγκρατήσει τις αυξήσεις των τιμών στον απόηχο των προβλημάτων τροφοδοσίας από την Λιβύη. Η χώρα αύξησε την παραγωγή της στα μέσα τού 2011 και, στη συνέχεια, πάλι το 2012. Ως αποτέλεσμα, η προσφορά αυξήθηκε και οι τιμές άρχισαν να υποχωρούν μετά από μια κορύφωση.
Φέτος, επίσης, η Σαουδική Αραβία αύξησε την παραγωγή αργού πετρελαίου σε ένα μέσο όρο 9,7 εκατ. βαρέλια την ημέρα, σχεδόν 5% περισσότερο από όσο την ίδια περίοδο το 2013. Ακόμη και τη απουσία πρόσθετης πίεσης από το Ιράκ, η Σαουδική Αραβία θα πρέπει να συνεχίσει να αυξάνει την παραγωγή, δεδομένου ότι το σημείο που κάνει break even - η τιμή τού πετρελαίου ανά βαρέλι που απαιτείται για μια χώρα εξαγωγής πετρελαίου ώστε να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της - αυξάνεται χρόνο με το χρόνο. Το βασίλειο διαθέτει ακόμη πάνω από 2,7 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα σε αχρησιμοποίητη δυναμικότητα παραγωγής - ως αποτέλεσμα ετών επενδύσεων σε υποδομές πετρελαίου - και είναι αποφασισμένο να ρυθμίζει την προσφορά, όπως το απαιτεί η ζήτηση. Καμία άλλη χώρα δεν θα μπορούσε να κάνει το ίδιο.
Εκτός από την Σαουδική Αραβία, και άλλες χώρες τού ΟΠΕΚ θα μπορούσαν επίσης να διαδραματίσουν έναν ρόλο για την διάσωση της παγκόσμιας αγοράς ενέργειας - αλλά σε αυτό το μέτωπο τα πράγματα δεν φαίνονται πολλά υποσχόμενα. Τα μέλη τού ΟΠΕΚ ήταν σε θέση να συμφωνήσουν στην πρόσφατη απόφαση να μην αλλάξουν την παραγωγή τους, αλλά αυτές τις μέρες η συνεργασία είναι σπάνια. Δεν υπάρχει τιμή για το πετρέλαιο που να ταιριάζει σε όλα τα μέλη, δεδομένου ότι τα σημεία ισοσκελισμού των προϋπολογισμών τους ποικίλλουν ευρέως. Εκείνα με υψηλά σημεία θέλουν να δουν τις τιμές τού πετρελαίου ψηλά, ακόμη και αν οι πολύ υψηλές τιμές τελικά θα μειώσουν την ζήτηση. Εκείνα τα μέλη με χαμηλό σημείο δεν θέλουν να δουν τις ποσοστώσεις τους στον ΟΠΕΚ να περικόπτονται για να κατευναστούν τα άλλα μέλη.
Εκτός τού Κουβέιτ, του οποίου το κόστος παραγωγής βυθίστηκε το 2013 λόγω μειωμένων επενδύσεων, τα σημεία ισοσκελισμού για όλες τις μεγάλες χώρες παραγωγής πετρελαίου εκτιμάται ότι έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Η Αλγερία, το Ιράν, το Ιράκ και η Νιγηρία απαιτούν το πετρέλαιο να είναι πάνω από 120 δολάρια ανά βαρέλι. Από το 2014, η Αγκόλα, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν ένα σημείο ισοσκελισμού γύρω στα 95 δολάρια. Για όλες αυτές τις χώρες, εάν οι τιμές τού πετρελαίου βυθιστούν, η παραγωγή πετρελαίου μειωθεί και οι δαπάνες αυξηθούν, τα ελλείμματα τελικά θα μονιμοποιηθούν.
Πέρα από την Σαουδική Αραβία και τον ΟΠΕΚ, κάποιοι βλέπουν προς τις Ηνωμένες Πολιτείες για καθοδήγηση στην αγορά ενέργειας. Αλλά η αλήθεια είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν λίγη δύναμη εκτός από την διπλωματία. Κατ’ αρχήν, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να φτάσουν την παρεμβατική ικανότητα της Σαουδικής Αραβίας. Παρά το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι έτοιμες να κάνουν εξαγωγές ενέργειας ενδεχομένως ύψους δισεκατομμυρίων, έχουν πολύ δρόμο να διανύσουν προτού να γίνουν ο ύστατος προμηθευτής, αν γίνουν ποτέ.
Περαιτέρω, ο ενεργειακός τομέας των Ηνωμένων Πολιτειών δεν έχει σημαντικό αντίκτυπο στις αγορές πετρελαίου τής Μέσης Ανατολής επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν εξάγουν πετρέλαιο. Από εκεί και πέρα, η άποψη του Κόλπου είναι ότι, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι όλο και λιγότερο εξαρτημένες από τις εισαγωγές πετρελαίου, δεν χρειάζεται καν να επεμβαίνουν στην Μέση Ανατολή τόσο πολύ. Γιατί να πάνε στο Κιρκούκ και στην Μοσούλη, όταν τα σχιστολιθικά πεδία στο Κολοράντο, την Βόρεια Ντακότα και το Τέξας τις δελεάζουν; Πράγματι, δεν θα υπάρχουν πολλά να κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες εάν οι αγορές πετρελαίου αρχίσουν να αποσταθεροποιούνται - μπορεί να χρησιμοποιήσουν τα στρατηγικά αποθέματα πετρελαίου, τα οποία συνίστανται σε περίπου δύο μηνών προμήθειες (όταν υπολογίζεται η εγχώρια παραγωγή), αλλά αυτό είναι όλο κι όλο.
Προς το παρόν, οι χώρες τού Αραβικού Κόλπου θα συνεχίσουν να παρακολουθούν και να περιμένουν καθώς εξελίσσεται η κατάσταση στο Ιράκ. Οι υψηλότερες τιμές τού πετρελαίου, καθώς και η υψηλότερη παραγωγή θα παρέχουν δημοσιονομική στήριξη για όλους. Και οι τιμές τού πετρελαίου δεν είναι πιθανό να αλλάξουν δραστικά, εκτός αν ο πόλεμος επεκταθεί και η ιρακινή παραγωγή σταματήσει για περισσότερο από λίγους μήνες.

ΠΛΗΓΩΜΕΝΟ ΙΡΑΚ
Η σχετικά σταθερή εικόνα των παγκόσμιων αγορών πετρελαίου δεν μεταφράζεται σε καλές ειδήσεις για το Ιράκ ή την ιρακινή κυβέρνηση, η οποία εξαρτάται από τα πετρελαϊκά έσοδα. Οι μεγαλύτερες πετρελαιοπηγές τής χώρας και ο βασικός αγωγός εξαγωγών βρίσκονται στο νότο, όπου οι μάχες δεν έχουν ακόμη εξαπλωθεί. Αλλά με δεδομένα τα πρόσφατα γεγονότα εκεί - και καθώς οι πετρελαϊκές υποδομές δεν ήταν ποτέ σωστά προετοιμασμένες αφότου ανατράπηκε το καθεστώς τού Σαντάμ Χουσεΐν και θα αποτελούσαν ένα μεγάλο βραβείο για όλες τις ανταγωνιστικές ομάδες στο Ιράκ - ακόμη και οι πιο πρόσφατες προβλέψεις για το μέλλον τής παραγωγής τού Ιράκ φαίνονται λίγο υπερβολικά ρόδινες. Από το 2012, η ΙΕΑ εκτιμά ότι η ιρακινή παραγωγή θα αυξηθεί σε έξι εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως μέχρι το 2020 από τα 3,3 εκατομμύρια σήμερα. Αλλά η επίτευξη αυτών των στόχων παραγωγής θα είναι μια πρόκληση. Ο κύριος βόρειος αγωγός εξαγωγών μεταξύ Κιρκούκ και Τσεϊχάν στην Τουρκία έχει μείνει εκτός λειτουργίας, δεδομένου ότι βομβαρδίστηκε το Μάρτιο.
Και όλα τα στοιχήματα είναι ανοικτά αν η ISIS προχωρήσει νότια προς την Βαγδάτη. Αυτό θα αυξήσει την αστάθεια στην χώρα και, ενδεχομένως, να απειλήσει την λειτουργία υφιστάμενων διυλιστηρίων και πετρελαιοπηγών. Η ISIS ελέγχει ήδη το διυλιστήριο Baiji δυναμικότητας 310.000 βαρελιών την ημέρα, το μεγαλύτερο της χώρας. Αυτό και άλλες υποδομές πετρελαίου και φυσικού αερίου σε ελεγχόμενες από την ISIS περιοχές θα είναι ευάλωτες σε επανειλημμένες επιθέσεις, και ο κίνδυνος διακοπών στην εγχώρια προμήθεια καυσίμων είναι υψηλός. Αυτό δεν είναι καλή είδηση για την ExxonMobil, την BP, την Royal Dutch Shell και την Chevron, οι οποίες έχουν πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις στα νότια κοιτάσματα του Ιράκ και στην περιοχή τού Κουρδιστάν στο βόρειο Ιράκ. Το μόνο που μπορούν να κάνουν αυτές οι εταιρείες είναι να καθησυχάσουν τους επενδυτές τους ότι τα γεγονότα στο Ιράκ δεν έχουν ακόμη επηρεάσει τις δραστηριότητές τους. Και επιδείνωση της κατάστασης ασφάλειας δεν το κάνει αυτό καθόλου εύκολο.
Στο τέλος, οι πραγματικοί νικητές από την πιο πρόσφατη κρίση στο Ιράκ θα μπορούσε να είναι οι Κούρδοι. Τις τελευταίες ημέρες, οι Κούρδοι έχουν αυξήσει την πρόσβασή τους σε αμφισβητούμενα εδάφη, συμπεριλαμβανομένου του πλούσιου σε πόρους Κιρκούκ, το οποίο εκτιμάται ότι κατέχει περίπου 45 δισ. βαρέλια αργού, και είναι ένα από τα μεγαλύτερα σύνορα για την εξερεύνηση πετρελαίου. Το Κουρδιστάν έχει προωθήσει έναν νέο αγωγό, ώστε να εξάγει ανεξάρτητα πετρέλαιο στις διεθνείς αγορές (αν και το πετρέλαιο του Κιρκούκ είναι απίθανο να παραχθεί για την ώρα). Ένα μεγάλο μέρος τής πρόσθετης χωρητικότητας του Ιράκ αναμένεται να προέλθει από τις υποαναπτυγμένες βόρειες και κουρδικές περιοχές τής χώρας. Αλλά οι συνεχιζόμενες μάχες μεταξύ των ανταρτών και του στρατού θα καταστήσουν αδύνατη την ανάπτυξη της ικανότητας του Ιράκ να αυξήσει την παραγωγή του.

Όπως έχουν τα πράγματα, το χάος στο Ιράκ δεν θα αλλάξει δραματικά την αγορά πετρελαίου, εκτός εάν τα πράγματα γίνουν πολύ χειρότερα στο εσωτερικό τής χώρας. Το Ιράκ έχει προβλήματα εδώ και αρκετό καιρό - αλλά ο κόσμος μόλις άρχισε να δίνει προσοχή. Η αποχώρηση των ΗΠΑ από την χώρα άφησε ένα πολιτικό και στρατιωτικό κενό που έχει γεμίσει από μαχητές. Οι προοπτικές για τον πετρελαϊκό κλάδο τού Ιράκ είναι όλο και πιο ασαφείς, αλλά η Σαουδική Αραβία, με υποστήριξη από τον ΟΠΕΚ και τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα είναι σε θέση να κάνει ό, τι είναι αναγκαίο για να καλύψει το πετρελαϊκό κενό, αν και όταν υπάρξει ανάγκη να το πράξει.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141583/john-sfakianakis/iraq-and-...

18 Ιουνίου 2014

Βελτιωμένη έκδοση του ΤΟΜΑ PIRANHA

Iraq Military Situation Report (Kenneth M. Pollack at Brookings)


The following is meant to provide an overview of the military situation in Iraq for non-experts.

Caveat. It is exceptionally difficult to understand the dynamics of ongoing military operations. Oftentimes, the participants themselves do not know why they are winning or losing, or even where they are in control or where their troops are. For non-participants, it is often equally difficult to gain more than a rudimentary sense of the combat without access to the sophisticated intelligence gathering capabilities—overhead imagery, signals intercepts, human reporting, etc.—available to the United States and some other governments. As one of the CIA’s Persian Gulf military analysts during the 1990-91 Gulf War, I noted the difficulty that many outside analysts had in gauging the capabilities of the two sides and following the course of operations because they did not have access to the information available to us from U.S. government assets. Consequently, readers should bring a healthy dose of skepticism to all such analyses of the current fighting in Iraq, including this one. 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 Likely Next Steps in the Fighting

What appears to be the most likely scenario at this point is that the rapid Sunni militant advance is likely to be stalemated at or north of Baghdad. They will probably continue to make some advances, but it seems unlikely that they will be able to overrun Baghdad and may not even make it to the capital. This scenario appears considerably more likely than the two next most likely alternative scenarios: that the Sunni militants overrun Baghdad and continue their advance south into the Shia heartland of Iraq; or that the Shia coalition is able to counterattack and drive the Sunnis out of most of their recent conquests.

It is not a coincidence that the Sunni militants made rapid advances across primarily Sunni lands. That’s because it is not surprising that the Iraqi Security Forces (ISF) would crumble in those areas. As Baghdad has (rightly) observed, several of the divisions in the north were disproportionately composed of Kurds and Sunni Arabs, many of them frustrated and alienated by Prime Minister Maliki’s harsh consolidation of power and marginalization of their communities. They were never going to fight to the death for Maliki and against Sunni militants looking to stop him. Similarly, the considerable number of Shia troops in the north understandably saw little point to fighting and dying for principally Sunni cities like Mosul, Tikrit, Bayji, etc.

Baghdad could be another matter entirely. First, it is a vast city of almost 9 million people compared to Mosul with less than 2 million. Moreover, the Sunni militants only secured the western (Sunni Arab) half of Mosul, leaving the eastern (Kurdish-dominated) half alone. Conquering a city the size of Baghdad is always a formidable undertaking when it is defended by determined troops.

After the battles of the 2006-2008 civil war, Baghdad is also now a more heavily Shia city—probably 75-80 percent of its population, although it is very difficult to know for certain. While it is understandable, even predictable, that Shia troops would not fight and die for Sunni cities, many are likely to find their courage when they are defending their homes and families in Baghdad and the other Shia-dominated cities of the south.

In addition, as has been well-reported, the (largely-Shia) remnants of the ISF are being reinforced by Shia militiamen and bolstered by contingents of Iranian Revolutionary Guards. Although many of the Shia militiamen will be new recruits answering Ayatollah Sistani’s call to defend their community, others are hardened veterans of the fighting in Iraq in 2006-2008 and Syria since 2011.

Thus, the Sunni militants are likely to come up against a far more determined and numerous foe than they have confronted so far. The most likely outcome of that fighting will be a vicious stalemate at or north of Baghdad, basically along Iraq’s ethno-sectarian divide. That is also not surprising because it conforms to the pattern of many similar intercommunal civil wars. In Syria today, in Lebanon in the 1980s, Afghanistan in the 1990s, and elsewhere, that is where the frontlines tend to stalemate. They can shift here and there in small ways, but generally remain unchanged for years. That’s because militias in civil wars find it far easier to hold territory inhabited by the members of their identity group than to conquer (and hold) territory inhabited by members of a rival identity group. It’s one reason they typically try to “cleanse” any territory they have conquered of members of the rival identity group.

If military developments in Iraq conform to this most likely scenario, they could lead to a protracted, bloody stalemate along those lines. In that case, one side or the other would have to receive disproportionately greater military assistance from an outside backer than its adversary to make meaningful territorial gains. Absent that, the fighting will probably continue for years and hundreds of thousands will die.

Watch Anbar. So far, the Sunni militants in Anbar are the dog that hasn’t barked, at least not yet. Obviously, the Sunni militants have significant strength in Anbar, including considerable numbers of ISIS fighters. It is militarily obvious that they should seek to develop a complimentary offensive out of Anbar. Doing so would allow them to (1) open another axis of advance against Baghdad and catch it in a classic pincer movement, or (2) develop a direct advance against the great Shia religious cities of Karbala and Najaf (the most sacred sites in Shia Islam), and/or (3) force the Shia to divert military assets away from the north-south Sunni advance and potentially overstretch their manpower and command and control.

Consequently, the fact that no such offensive has yet materialized is noteworthy. It may be that Sunni militant forces in Anbar were so badly beaten up in the fighting with the ISF around Fallujah and Ramadi that they are not capable of mounting such an attack. Alternatively, they may be preparing to do precisely that.

In short, Anbar bears watching because a Sunni offensive there will further stress the Shia defenses. It is a key variable that could undermine the Shia defense of Baghdad. So if you are looking for something that would push Iraq from the most likely scenario (a bloody stalemate in or north of Baghdad) to the second most likely scenario (a continued Sunni advance through and beyond Baghdad) a successful Sunni offensive from Anbar would be one such variable.

Watch Iran. Given the various problems on the Shia side (demoralization, fragmentation, politicization of the ISF), the variable that would be most likely to advantage the Shia and push Iraq from the most likely scenario (a bloody stalemate in or north of Baghdad) to the third most likely scenario (a Shia counteroffensive that eliminates most of the Sunni gains) is Iranian participation. On their own, it is unlikely that even the larger and more motivated Iraqi Shia forces now assembling to defend Baghdad would be able to retake the Sunni-dominated north. What would make that far more possible would be much greater Iranian involvement, particularly much larger commitments of Iranian ground combat formations.

So far, Iran appears only to have committed three battalion-sized groups of Quds force personnel. Quds force personnel are typically trainers and advisers, not line infantrymen. They are the “Green Berets” of Iran, who help make indigenous forces better rather than fighting the fight themselves. That would make sense for the current situation in Iraq, and those personnel will help stiffen the Shia defense of Baghdad. However, they are unlikely to improve Shia capabilities to the point where they can develop a major offensive to take back the North. Only the commitment of large numbers of Iranian line formations—infantry, armor and artillery—could do that. Consequently, were we to see a large Iranian commitment of such ground combat units, it would signal that the third-most likely scenario was becoming far more likely.

 

The Combatants, Part I: The Sunni Militants

It is important to understand a few key points about the Sunni militant side of the new Iraqi civil war.
It’s a Coalition, not a Single Group. First, ISIS (the Islamic State of Iraq and Syria) is essentially the “lead dog” of a larger Sunni militant coalition—hence my preference for the latter, more accurate description. ISIS has been fighting in conjunction with a number of other Iraqi Sunni militant groups. Effectively the entire rogue’s gallery of Sunni militias from the 2006-2008 civil war have been revived by Prime Minister Maliki’s alienation of the Sunni Arab community since 2011. AQI, the Naqshbandis, the Ba’th, Jaysh al-Muhammad, Ansar al-Sunnah, and all of the rest are back in operation in Iraq, in at least tacit cooperation with a number of Sunni tribes.

These groups are key members of the Sunni militant coalition. They have done a great deal of the fighting, dying and occupying. Often they are indistinguishable from one another to outsiders or even Iraqis who are not themselves Sunni militants.

It’s an Iraqi Entity, not a Foreign Invasion. While the Iraqi government has emphasized the foreign elements in ISIS, their indigenous, Iraqi component is of far greater importance. ISIS has been part of the violence in Iraq for over a year. Many of its personnel are Iraqis. Even before last week's operations, it had an extensive network in Iraq which both conducted terrorist attacks across the length and breadth of the country, and has been engaged in a conventional battle for Ramadi and Fallujah with the ISF for over six months. Moreover, it is busily engaged in recruiting and training additional Sunni Iraqis which is simply reinforcing the Iraqi nature of the group. Finally, as noted above, ISIS is only one piece (albeit, the central piece) in a larger array of Sunni groups that are overwhelmingly Iraqi.

This is important because Prime Minister Maliki and his apologists have tried to paint ISIS as a group of foreigners who were waging the Syrian civil war and suddenly decided to launch an invasion of neighboring Iraq. If that narrative were true, it would suggest that a pure (and immediate) military response were warranted since such a group would have a great deal of difficulty holding territory conquered in Iraq. It would obviate the need for far-reaching political changes, which Maliki seeks to avoid.

Consequently, it is critical to understand that ISIS is as much an Iraqi group as it is Syrian or anything else, and its success is largely a product of its ability to capitalize on Iraq’s political problems and to be accepted (if only grudgingly) by many Iraqi Sunnis as a champion in the fight against what they see as an oppressive, partisan Shia regime.

These are Militias First and Foremost, Terrorists only a Distant Second. Here as well, Prime Minister Maliki and his apologists like to refer to the Sunni militants as terrorists. Too often, so too do American officials. Without getting into arcane and useless debates about what constitutes a “terrorist,” as a practical matter it is a mistake to think of these groups as being principally a bunch of terrorists.

The problem there is that that implies that what these guys mostly want to do is to blow up buildings or planes elsewhere around the world, and particularly American buildings and planes. While I have no doubt that there are some among the Sunni militants who want to blow up American buildings and planes right now, and many others who would like to do so later, that is not their principal motivation.

Instead, this is a traditional ethno-sectarian militia waging an intercommunal civil war. (They are also not an insurgency.) They are looking to conquer territory. They will do so using guerrilla tactics or conventional tactics—and they have been principally using conventional tactics since the seizure of Fallujah over six months ago. Their entire advance south over the past week has been a conventional, motorized light-infantry offensive; not a terrorist campaign, not a guerrilla warfare campaign.

And right now, they are completely consumed with continuing to wage this conventional offensive against the Shia forces arrayed against them. That is likely to remain their pre-occupation for some time to come. Somewhere down the road, they probably will begin to mount terrorist attacks against other countries from their secure areas in Iraq and Syria, precisely as the intelligence community warned. But that will be an adjunct to their waging of the new Iraqi civil war.

That is important because defining the Sunni militants as terrorists implies that they need to be attacked immediately and directly by the United States. Seeing them for what they are, first and foremost a sectarian militia waging a civil war, puts the emphasis on where it needs to be: finding an integrated political-military solution to the internal Iraqi problems that sparked the civil war. And that is a set of problems that is unlikely to be solved by immediate, direct American attacks on the Sunni militants. Indeed, such attacks could easily make the situation worse.

 

The Combatants, Part II: The Shia Coalition

A few points are also in order regarding the other side of the fight, the Shia.

Of greatest importance, we need to recognize that the Iraqi Security Forces are fast becoming little more than a Shia militia. This trend began 3-4 years ago when Prime Minister Maliki began to push Sunni and Kurdish officers out of the armed forces, to replace them with loyal Shia officers. As a result, even before the current debacle, the ISF had become far more Shia than it had been, with fewer and fewer Sunnis and Kurds. Even before the dramatic events of last week, most Sunnis and Kurds referred to the ISF as “Maliki’s militia.” Since last Tuesday, we have seen large numbers of Sunni Arab and Kurdish soldiers desert the ISF, leaving an even more homogeneously Shia force. There are still Sunnis and Kurds in the ranks and in the officer corps, but that seems likely to dissipate over time.

This is a trend that is common to these kinds of intercommunal civil wars. The “Syrian Armed Forces” of today are nothing more than the Asad regime’s militia, heavily comprised of Alawis and other minorities aligned with the regime. All throughout the Lebanese civil war, there was an entity called “the Lebanese Armed Forces” (LAF) that wore the uniforms, lived on the bases and employed the equipment of Lebanon’s former army. But they had become nothing but a Maronite Christian militia (after all of the Muslims and Druse deserted in the late 1970s), and their commanders nothing but Maronite Christian warlords. The same is already happening with the ISF and that trend is likely to continue.

This is important because one of the worst mistakes the United States made in the 1980s was to assume that the Lebanese Armed Forces were still a neutral, professional armed force committed to the security of the entire state. That was a key piece of the tragic U.S. mishandling of Lebanon. When the Reagan Administration intervened in Lebanon in 1983, one of its goals was shoring up the LAF so that it could stabilize the country. Everyone else in Lebanon—and the Middle East—recognized that the LAF had devolved into a Maronite militia and so they saw the U.S. intervention as the (Christian) United States coming to aid the (Christian) Maronite militia. That is why all of the other warring groups in Lebanon immediately saw the American forces not as neutral peacemakers, but as partisans—allies of the Maronites—and so started to attack our forces. It led directly to the Beirut barracks blast and the humiliating withdrawal of our troops.

There is the same danger in Iraq. If we treat the ISF as an apolitical, national army committed to disinterested stability in Iraq, and provide it with weapons and other military support to do so, we will once again be seen as taking a side in a civil war—even if we are doing so inadvertently, again. Everyone else, including our Sunni Arab allies, will see us as siding with the Shia against the Sunnis in the Iraqi civil war. That perspective will only be reinforced by the ongoing nuclear talks with (Shia) Iran. It is why any American military assistance to Iraq must be conditioned on concrete changes in Iraq’s political structure to bring the Sunnis back in and limit the powers of the (Shia) prime minister, coupled with a thorough depoliticization of the ISF . That is the only way we may be able to convince the Sunnis that we have not simply taken the side of Maliki and the Iranians.

What happened to the ISF? Many have been asking what happened to the Iraqi Security Forces that brought them from the successes of 2007-2008 to the collapse of their units in northern Iraq last week. Obviously, a definitive answer to that question will only be provided by historians at some future date, but a number of factors have been known about the ISF for some time and these undoubtedly caused the collapse in part or whole.

First, it is important to recognize that the ISF built by the U.S. military in 2006-2009 had only very modest military capabilities (primarily in counterinsurgency/counterterrorism/population control operations). Throughout the modern era, Arab militaries have never achieved more than middling levels of military effectiveness and on most occasions, their performances were dreadful. Iraq was no exception. (Those looking for additional information on this may want to read the chapter on modern Iraqi military history in my book, Arabs at War.) This was largely a product of factors inherent in Arab culture, education and economics. With enormous exertions, a small number of Arab militaries overcame these problems to perform at a mediocre level. However, whenever Arab regimes politicized their armed forces to try to prevent a military coup against themselves, the performance of their armies dropped from bad to abysmal.

American military trainers and advisors were able to marginally improve the military effectiveness of the ISF by introducing rigorous, Western-style training programs and partnering closely with Iraqi forces in ways that allowed U.S. personnel to get to know their Iraqi counterparts. As a result of this familiarity, over the course of many months, the Americans figured out who were the good Iraqi soldiers and who were the bad, who was connected to the terrorists or militias, who was connected to organized crime, who was smart and brave, and who was lazy or cowardly. And the U.S. military then went about systematically promoting the best Iraqis, and pushing out the bad ones.

The greatest impact of these American efforts with the ISF in 2006-2009 were to depoliticize it, both to modestly increase its combat effectiveness and to make it professional, apolitical and therefore accepted as a stabilizing force by all Iraqis. Again, this was largely performed by promoting professional, patriotic Iraqi officers and removing the sectarian chauvinists. The U.S. also pressed Baghdad to accept more and more Sunni and Kurdish officers and enlisted personnel into the ranks. As a result, the ISF became a far more integrated force than it had been, led by a far more apolitical and nationalistic officer corps than it had been before. Indeed, in 2008, when Prime Minister Maliki sent heavily Sunni brigades from Anbar down to Basra to fight the Shia militia, Jaysh al-Mahdi, the Shia of Basra welcomed the ISF brigades and fought against the Shia militiamen.

Unfortunately, despite the boost it gave him, Prime Minister Maliki saw this largely apolitical and professional military as a threat to himself. He feared that it was overrun by Ba’thists (he sees far too many Sunnis as closet Ba’thists), unwilling to follow his orders (despite the fact that it had always done so), and looking to oust him at the first excuse. So, beginning in 2009-2010, he began to remove the capable, apolitical officers that the United States had painstakingly put in place throughout the Iraqi command structure. Instead, he put in men loyal to himself, often because they had been the ones passed over or removed by the Americans. The result was a heavily politicized and far less competent officer corps.

Perhaps not surprisingly, Maliki’s officers saw little need for the rigorous training programs the Americans had put in place. They closed many of the training facilities we built and allowed training to fall by the wayside. Not surprisingly, when these formations got into action again—both in some skirmishes with the Kurds and more bloody fights against Sunni militants—they did very poorly, undercutting morale.

Finally, beginning in 2011 immediately after the departure of the last American soldiers, Maliki began to use his new, politicized ISF to go after his political rivals, many of them leading (moderate) Sunni leaders. This was a critical element in his alienation of Iraq’s Sunni community, and further demoralized the Sunni Arab, Kurdish, and other minority personnel in the ISF. It also disappointed many of the Shia soldiers and officers who preferred to be part of an apolitical, national military and had never wanted to become part of “Maliki’s militia.”

Not surprisingly, when this force came under tremendous stress, it fractured. As noted above, it is now being rebuilt, but not as a national army: as a Shia militia. And the U.S. should only be providing it with aid if we are given the right and the ability to turn it back into an apolitical, national army.

16 Ιουνίου 2014

Η Ελλάδα, να ηγείται διεθνών προσπαθειών για την σωτηρία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς


Επειδή είναι "έγκλημα" να παρακολουθούμε την Ελληνική μας και την Παγκόσμια Πολιτιστική Κληρονομιά να καταστρέφεται από τις συγκρούσεις στη Συρία. 
Αλλά και μεγαλύτερο έγκλημα είναι να "κλείνουμε ερμητικά" τα μάτια μας, ίσως και για μια ακόμη φορά, στην καταστροφή αυτή της "Ελληνικής μας Ψυχής".
Επειδή είναι πάντα "προφανές" αυτά που δεν κάνουμε, ώστε να μην διακινδυνεύει κάθε φορά, τόσο πολύ και τόσο συχνά.
Και επειδή είναι πάλι κατανοητό αυτό που αναμένετε να κάνουμε, για να σώσουμε ότι απομένει πλέον "στα αποκαΐδια".

Γι' αυτό, να θεωρήσουμε ότι το Ζωτικό Συμφέρον και η Εθνική της Στρατηγική για την Ελλάδα, ΕΙΝΑΙ: από την αρχή των μελλοντικών κρίσεων, να ηγείται των διεθνών προσπαθειών (πολιτιστικών, διπλωματικών και στρατιωτικών, ανθρωπιστικών κλπ) για την σωτηρία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, που στο μεγαλύτερο της μέρος είναι Ελληνική.

Παρακολουθώντας επαγγελματικά τις διεθνείς συγκρούσεις και έχοντας "υπηρετήσει" στις ανάλογες αποστολές της Ελλάδος, σας παρουσιάζω μέσα από μια διάλεξη την κατάσταση στη Συρία και σας παρακαλώ πολύ να μοιραστείτε μαζί μου την καταστροφή του ελληνικού και του βυζαντινού πολιτισμού μας εκεί. Όχι σαν ένα ακόμη μοιρολόι, αλλά με ήρεμη αποφασιστικότητα για την ανάκτηση της Πρωτοβουλίας επί των διεθνών εξελίξεων, από ένα ικανό και αποτελεσματικό Ελληνικό Κράτος. 



Παρακαλώ να κατεβάσετε την 'Παρουσίαση" (ppt) πρώτα. Μπορεί να αργήσει (5 λεπτά) λόγω μεγάλου όγκου, αλλά θεωρώ την υπομονή σας αναγκαία.

Τη παραπάνω διάλεξη αποτελεί το τρίτο μέρος από μια σειρά διαλέξεων, που έγιναν την προηγηθείσα περίοδο (2013-14) στο Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών Ελλάδος (ΙΣΜΕ), με αφορμή την κατάσταση στη Συρία. Το πρώτο μέρος αφορούσε τις Στρατιωτικές Επιχειρήσεις, ενώ το δεύτερο τις Γεωπολιτικές Εκτιμήσεις για την περιοχή.

Με μεγάλο σεβασμό στην μνήμη τους και λύπη για τις εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπινες ζωές που έχουν χαθεί ήδη. Και μεγάλη οργή, γιατί "Εγώ Προσωπικά" δεν έχω κάνει ότι Πρέπει. 
 
 
Αντιστράτηγος εα Σεραφείμ Παπαποστόλου 
 
 

15 Ιουνίου 2014

Προειδοποίηση Αυστριακού ΥΠΕΞ σε Ερντογάν να μη διχάσει την κοινωνία της Βιέννης

ΦΩΤΕΙΝΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΕ "ΒΑΓΓΕΛΗ ΜΑΣ"

~~~~~~~~~~~~~~

 

REUTERS/LEONHARD FOEGER

Σε συνέντευξή του στην αυστριακή εφημερίδα «Έστεραιχ» ο αυστριακός υπουργός (φωτ. αρχείου) επισημαίνει τη «μεγάλη ευθύνη» που έχει ως πρωθυπουργός ο Ταγίπ Ερντογάν.

Προειδοποίηση στον πρωθυπουργό Ερντογάν ότι «δεν επιτρέπεται να προκαλέσει διχασμό στην αυστριακή κοινωνία, διότι η ενσωμάτωση είναι ένα λεπτό και μερικές φορές δύσκολο ζήτημα και μια λάθος ομιλία μπορεί να μας ρίξει πίσω και να δηλητηριάσει το κλίμα» απηύθυνε ο Αυστριακός υπουργός Εξωτερικών και Ενσωμάτωσης, Σεμπάστιαν Κουρτς εν όψει της ανεπίσημης επίσκεψης που θα πραγματοποιήσει ο Τούρκος πρωθυπουργός στη Βιέννη στις 19 και 20 Ιουνίου.
Σε συνέντευξή του στην αυστριακή εφημερίδα «Έστεραιχ» ο αυστριακός υπουργός επισημαίνει τη «μεγάλη ευθύνη» που έχει ως πρωθυπουργός ο Ταγίπ Ερντογάν, παρατηρώντας πως εάν αυτός εκφωνήσει μια θετική ομιλία και αναφερθεί σε σωστά ζητήματα - «εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας και αφοσίωση απέναντι στην Αυστρία» - τότε αυτό θα βοηθήσει και κάτι τέτοιο προσδοκά ο ίδιος από τον Τούρκο πρωθυπουργό.

«Αν όμως πράξει το αντίθετο, όπως συνέβη στη Γερμανία, τότε θα βλάψει όχι μόνον το δικό μας πληθυσμό αλλά, προπάντων, τους Τούρκους μετανάστες», προειδοποιεί με σαφήνεια ο Σεμπάστιαν Κουρτς, προσθέτοντας πως φυσικά και είναι καλό να είναι κάποιος πολύγλωσσος, μόνον που ο Ταγίπ Ερντογάν δεν θα πρέπει να προτάξει αυτά που χωρίζουν και με τον τρόπο αυτό να επιδεινώσει το κλίμα.

Ο Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν θα βρεθεί ανεπίσημα στη Βιέννη έπειτα από πρόσκληση της προσκείμενης στο κόμμα του οργάνωσης "Ενωση Ευρωπαίων-Τούρκων Δημοκρατών" για να μιλήσει σε εκδήλωση για τον εορτασμό της δεκάτης επετείου από την ίδρυση της. Δεν προβλέπεται να συναντηθεί ούτε με τον Αυστριακό ομοσπονδιακό πρόεδρο Χάιντς Φίσερ ούτε με τον καγκελάριο Βέρνερ Φάιμαν, οι οποίοι θα απουσιάζουν αυτό το διήμερο από την αυστριακή πρωτεύουσα.

Σε συνοδευτικό της δημοσίευμα, με τίτλο «Ο Κουρτς δείχνει στον Ερντογάν την κίτρινη κάρτα», η εφημερίδα σημειώνει, μεταξύ άλλων, πως στη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψής του στο Βερολίνο, ο Τούρκος πρωθυπουργός είχε εκφραστεί κατά της ενσωμάτωσης των τουρκικής καταγωγής Γερμανών, κάτι που ανησυχεί τους πολιτικούς στην Αυστρία.Στο δημοσίευμα αναφέρεται ότι ο Αυστριακός υπουργός Εξωτερικών επικοινώνησε ήδη τηλεφωνικά με τον Τούρκο ομόλογό του Αχμέτ Νταβούτογλου, παρακαλώντας τον επίμονα να μην επαναληφθούν από τον Ερντογάν στη Βιέννη παρόμοιες προτροπές.

Η επικείμενη επίσκεψη του Ερντογάν στη Βιέννη -- ο οποίος στη συνέχεια θα μεταβεί στο Παρίσι όπου είναι προγραμματισμένη συνάντησή του με τον πρόεδρο της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ -- συνδέεται προφανώς άμεσα με τις τις προεδρικές εκλογές στην Τουρκία τον ερχόμενο Αύγουστο στις οποίες ο ίδιος αναμένεται ότι θα είναι υποψήφιος.

Ο Τούρκος πρωθυπουργός φαίνεται να χρειάζεται και τις ψήφους των Τούρκων του εξωτερικού, που μπορούν πλέον να ψηφίζουν στις προεδρικές εκλογές, ως εκ τούτου και τις ψήφους των πάνω από 114.000 Τούρκων υπηκόων που ζουν σήμερα στην Αυστρία.
Πηγή: ΑΜΠΕ, Ναυτεμπορική

10 Ιουνίου 2014

"Τιμή και ανάθεμα" (άρθρο του Ίωνος Δραγούμη στον "Νουμά" μετά την λήξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου)

 

 

Το άρθρο αυτό του Δραγούμη με την υπογραφή «Βρούτος» τυπώθηκε στον αριθμό 197 του «Νουμά» (29 του Δεκέβρη 1912).

 
 
ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΜΑ
ΔΟΞΑ και τιμή στον Ελληνικό στρατό και στο ναυτικό για τις νίκες και τις επιτυχίες τους! Ξεπλύθηκε η ατιμία του 1897! Ανάθεμα και καταφρόνια στην παιδιάτικη απρονοησία, στην κοντόφθαλμη διπλωματία, στην υποχωρητική ολιγάρκεια των ανιστόρητων Ελλαδικών πολιτικών! Δυο πολιτικά προγράμματα είχαν μπρος τους για να διαλέξουν, προγράμματα βασισμένα το καθένα σε κάποια διανοητικότητα, διαφορετική από την άλλη. Η μια πολιτική, Ελλαδική, κρατική. Η άλλη, Πανελλήνια, εθνική. Η πρώτη ανταποκρίνεται στην έννοια και στην ιδανική αντίληψη του Κράτους. Η άλλη στην έννοια και στα ιδανικά του Έθνους. Η μια, παίρνοντας αρχή και αφετηρία τον πυρήνα της μικρής Ελλάδας. Η άλλη, την ψυχή του Ελληνισμού. Κάθε οργανισμός, πολιτικός, κοινωνικός ή ψυχικός, όπως θέλεις πες τον, γίνεται κέντρο, που γύρω του μορφώνονται ιδέες και συγκεντρώνεται, ό,τι μπορεί το κέντρο να τραβήξει περισσότερο. Η μια επίστευε και φώναζε, να μεγαλώσει όπως όπως η Ελλάδα. Η άλλη έλεγε· να ζήσει και να προκόψει το Ελληνικό Έθνος και να συγκυριαρχήσει με τον Τούρκο στην Ανατολή, παίρνοντας αγάλι αγάλι τη θέση του Τούρκου, για να γίνει ξανά το θάμα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας. Η μια θέλει την Ελλάδα Βέλγιο νοικοκυρεμένο με 5 εκατομμύρια, η άλλη θέλει τα 10 εκατομμύρια Ρωμιοί να κυριαρχούν στην Ανατολή και αδιαφορεί για το Ελλαδικό βασίλειο όσο δεν κάνει και αυτό την πολιτική που χρειάζεται γι' αυτό το σκοπό και μόνο.

Όσοι υποστηρίζουν την πολιτική του Κράτους, ονομάζουν τον εαυτό τους θετικιστές και τους άλλους τους λεν ονειροπόλους και ιδεολόγους. Αυτοί όμως οι άλλοι αποκρίνονται πως και οι ιδέες είναι πραγματικότητα και πως κάποιος πλατύτερος θετικισμός πρέπει να τις περιλαβαίνει και αυτές και να τις λογαριάζει, αφού είναι δύναμη αλογάριαστη οι ιδέες, και αφού ιδέες χρησιμεύουν πάντα για βάση κάθε θετικισμού, όπως και κάθε φιλοσοφίας, όπως και κάθε πολιτικού προγράμματος. Όσοι υποστηρίζουν την πολιτική του Έθνους, ονομάζουν τους άλλους αφιλοσόφητους και ανιστόρητους και τρομαχτικά ρηχούς. Πού είναι η αλήθεια; Δεν το ξέρω. Ίσως να βρίσκεται και στις δυο πολιτικές και στα δυο προγράμματα και στις δυο ιδεολογίες. Μα ας μη μας στενοχωρεί πολύ το βρέσιμο της αλήθειας. Δική μας δουλειά δεν είναι, είναι δουλειά κάποιου θεού, που δεν υπάρχει. Και ας θυμούμαστε τον Πιλάτο, που ρωτούσε: «Και τι εστι αλήθεια;» Ας πάρουμε μονάχα τα γεγονότα. Οι πολιτικές, οι δύο, πάλευαν αναμεταξύ τους, ποια να νικήσει την άλλη. Στα κεφάλια των σύγχρονων πολιτικών της Ελλάδας νίκησε και κυριάρχησε στα 1912 η πολιτική του Κράτους, η Ελλαδική. Εκείνο που θα εξετάσουμε λοιπόν, είναι αν η πολιτική του Κράτους, αυτή που επικράτησε σε τούτη την περίσταση, την έκαναν καλά ή άσκημα οι πολιτικοί της Ελλάδας.
Και είπε ο Πρωθυπουργός του Κράτους: «Θα πάρω τη συνεννόηση των Βουλγάρων και των Ρωμιών που τώρα τρία χρόνια μέσα στην Τουρκιά κάνει θάματα με το άλλο πρόγραμμα, το ιδεολογικό, και θα τη μεταχειριστώ όπως ξέρω εγώ, για το δικό μου το πραγματολογικό πρόγραμμα. Μαζύ με το Βούλγαρο θα χτυπήσω την Τουρκιά και θα μοιραστώ μαζύ με τον πρωθυπουργό της Βουλγαρίας, τα χώματα της Ευρωπαϊκής μεριάς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι θα μεγαλώσω το Κράτος κάμποσα τετραγωνικά χιλιόμετρα, ας είναι και λίγα, έτσι θα ξεφύγω και το Κρητικό ζήτημα, που με στενοχωρεί πολύ αυτή την ώρα, και μπορεί να με ρίξει από την εξουσία».
Το ίδιο ― χωρίς το Κρητικό ζήτημα ― είπε και ο Βούλγαρος πρωθυπουργός ή ο Βασιλιάς: «Θωρώ μεγάλη έξαψη στο λαό μου. Χρόνια τώρα τους γελώ και τους λέω πως με το σήμερα και με το αύριο θα φάω την Τουρκιά και θα κάνω τη Μακεδονία και την Αδριανούπολη Βουλγαρία. Αν δε με βοηθήσουν οι άλλοι, Έλληνες, Σέρβοι και Μαυροβουνιώτες, θα ξανακάνω τις συνηθισμένες μου μπλόφες, που μπορεί όμως καμιά μαύρη μέρα να μου βγουν και σε κακό, τέλος πάντων. Αν όμως, καθώς φαίνονται πρόθυμοι, με βοηθήσουν, τότε θα τον κάνω τον πόλεμο, που τους τάζω τόσα χρόνια τώρα». Και είπε ο ένας στον άλλον: «Έλα να συμμαχήσουμε και να πετάξουμε την Τουρκιά από την Ευρώπη. Η ώρα είναι κατάλληλη τώρα που οι Τούρκοι έχουν στημένο πόλεμο με την Ιταλία. Δε θα βρεθεί καλλίτερη περίσταση!». (Σα να έλειπαν οι περίστασες στα έθνη που δε ζουν όσον καιρό μονάχα οι πρωθυπουργοί και οι βασιλιάδες, σα να μην ήταν βέβαιο, ―όπως και έγινε, ― πως οι Τούρκοι θα έκλειναν μονοστιγμίς ειρήνη με τους Ιταλούς μόλις θα βρίσκουνταν στην ανάγκη να αντικρύσουν άλλους εχθρούς).
Μα κανένας τους δεν είπε: «Έλα να μοιραστούμε πρώτα τα χώματα και τους πληθυσμούς που ανήκουν δικαιωματικά, σύμφωνα με το δόγμα των εθνικοτήτων, στον καθένα μας, και άμα συμφωνήσουμε, κάνουμε τον πόλεμο». Θα σου πουν πως δεν είχαν καιρό να χάνουν σε τέτοιες ψιλοδουλειές. Θα σου πούνε κιόλα πως δε θα συμφωνούσαν ποτέ τους. Θα σου πουν ίσως και πως δε θα γίνονταν ο πόλεμος καθόλου αν προσπαθούσαν να συνεννοηθούν για τη μοιρασιά από πρωτήτερα. Ε, μα τότε γιατί τον έκαναν; Ας μη γίνουνταν ποτέ πόλεμος. Μήπως δεν έμενε πάντα το άλλο πολιτικό πρόγραμμα για να το ακολουθήσουν; Μήπως ήταν τάχα μπρος βαθύ και πίσω ρέμα; Κάποιος θα είχε συμφέρο για να γίνει, ο πόλεμος. Ποιος τάχα να είχε από τους δυο το μεγαλήτερο συμφέρο; Και τι λογής συμφέροντα ήταν στη μέση; Μπορεί να πουν και το άλλο, πως οι Βούλγαροι με τους Σέρβους θα έκαναν τον πόλεμο και δίχως εμάς. Μα αυτό δεν είναι αλήθεια, γιατί μόνο σαν είπαμε εμείς πως δεχόμαστε να πολεμήσουμε μαζύ τους, μονάχα τότε αποφάσισαν στ' αλήθεια να πολεμήσουν. Ειδεμή θα τον ξέφευγαν τον πόλεμο, όπως και τόσες άλλες φορές ως τώρα.
Αγκαλά μπορεί να σε βεβαιώσουν ― αν δουν πως δε σε πείθουν τα άλλα τους επιχειρήματα ― πως δεν πίστευαν να νικηθούν έτσι οι Τούρκοι, τόσο γρήγορα και τόσο τελειωτικά, πως αυτοί έστησαν πόλεμο της Τουρκιάς για να μεταρρυθμίσει το Κράτος της μόνο και να καλυτερέψει η τύχη των ομογενών τους, και αν ήξεραν από πριν πως θα ξεπατωθούν οι Τούρκοι τόσο γρήγορα, βέβαια θα είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους για τη μοιρασιά. Μα γι' αυτό όμως ίσια ίσια υπάρχουν πολιτικοί και γι' αυτό πολιτικοί και όχι μπαλωματήδες ή κομπογιανίτες διευθύνουν τα κράτη και τα έθνη, για να π ρ ο β λ έ π ο υ ν. Και πρόβλεψη θα πει, να βάζεις κάτω όλες τις πιθανότητες, να παίρνεις μια καλοστημένη ζυγαριά, να τις ζυγίζεις όλες, και έπειτα να κάνεις ό,τι είναι να κάνεις. Μα και όταν λεν πως δεν επρόβλεπαν τέτοιο κατρακύλισμα της Τουρκιάς, δε μιλούν ειλικρινά. Το πρόβλεπαν, σαν πολιτικοί που είναι, και αν δεν είχαν όρεξη να καλοξετάσουν τα ζητήματα οι δικοί μας, ήταν γνωστό όμως πως οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι γι' αυτό μονάχα θα πολεμούσαν, για να ξεπατώσουν ήγουν την Τουρκιά και να μοιραστούν τη λεία. Λίγο τους έννοιαζε αυτούς για μεταρρύθμισες και τέτοια. Και αφού τέτοιας λογής ήταν η πρόθεση των άλλων, ανάγκη πάσα να ταιριάζαμε και μεις την πολιτική μας ανάλογα.
Ως τόσο καλά. Έγινε ό,τι έγινε. Διώχτηκε, ξεπαστρεύτηκε ο Τούρκος από την Ευρώπη, εξόν από μιαν ασήμαντη λουρίδα γης στη Θράκη. Τώρα έρχεται η μοιρασιά στη μέση, το φάσμα το αθώρητο, το τρομερό. Είπαμε πως ο πόλεμος έγινε για να πάρουμε Οθωμανικά χώματα, να τα μοιραστούμε, να τα κάνουμε δικά μας. Μα τα χώματα αυτά δεν έχουν άραγε κατοίκους απάνω; Είναι ακατοίκητα, ή τα κατοικούσαν μονάχα Τουρκαλάδες; Πώς θα γίνει τώρα, που στη Θράκη έχουμε, εχτός από την Κωνσταντινούπολη και την περιοχή της, 400,000 Έλληνες; Πώς θα γίνει που στην περιφέρεια των Σερρών, της Δράμας, της Καβάλας, και στο Μοναστήρι (που θα γίνουν Βουλγάρικα), έχουμε άλλες 300,000 Έλληνες; Τί θα γίνουν οι άνθρωποι αυτοί, που από τώρα κιόλα άρχισαν οι Βούλγαροι, με τρόπο ακατονόμαστο (όποιος δεν τα ξέρει, ας πάει να τα μάθει), να τους βασανίζουν για να χάσουν τα ελληνικά τους χώματα, τα χώματα που κατάχτησε με τη βοήθειά μας ο Βουλγάρικος στρατός; Οι άνθρωποι είναι σα σημαίες, και όταν άλλοι άνθρωποι πετούν τις σημαίες κάτω και τις τσαλαπατούν, οι άνθρωποι τούτοι είναι βάρβαροι και τύραννοι.
Γι' αυτό κάναμε τον πόλεμο; Δεν ξέρω, μα σ' ένα γράμμα που έλαβα από κείνα τα μέρη, διαβάζω τούτο: «Εσείς, με το να έχετε φτάσει στη Θεσσαλονίκη, ησυχάσατε και ξεκουράζεστε τώρα απάνω στις δάφνες σας. Εγώ, με τους Βουλγάρους που παίρνουν τις Σαράντα Εκκλησιές, την Αδριανούπολη, τη Βίζα, το Σκοπό, το Διδυμότειχο, την Αίνο, το Σουφλί, τη Γιουμουλτζίνα, την Ξάνθη, το Δεδεαγάτς, όλη την Θράκη την Ελληνική και βρίσκονται απ' όξω από την Πόλη, και ακόμα τη Δράμα, την Καβάλα, το Μελένικο, το Νευροκόπι, τις Σέρρες, τη Στρούμνιτσα, το Γεύγελι, και είναι μαζύ μας στη Θεσσαλονίκη, και ίσως πάρουν και το Μοναστήρι και τη Φλώρινα, με τους Βουλγάρους, που η μια γενιά είναι χωριάτες και η άλλη, τα παιδιά των χωριατών, με όλα τα καλά και όλα τα κακά του χωριάτη, που κατέβασαν εκατό χιλιάδες ταύρους και βώδια στις Ρωμέικες πολιτείες και στα χωριά, και χωριάτικα βάλθηκαν από τώρα να ξεκάνουν τους Ρωμιούς, με βρισιές, αρπαγές, ληστείες, ξύλο, αγγαρείες, βούρδουλα, ατίμωσες, και απαγορεύουν τη γλώσσα μας και αρπάζουν ή κλείνουν από τώρα τα σκολειά και τις εκκλησιές μας, εγώ, έρχονται ώρες που ντρέπομαι για λογαριασμό μας και μου φαίνεται πως έτσι που τα κάναμε, δεν κάναμε παρά τον προαγωγό στους Βουλγάρους μέσα στα σπίτια μας. Μας ρωτήσατε αν τους θέλουμε; Μα δε σκοτίζεσθε σεις για μας, γι' αυτό δε σας θέλουμε πια ούτε και σας. Θέλουμε την ελευτεριά μας και την αυτονομία μας, γιατί σεις μας καθίσατε έναν καινούριο βάρβαρο απάνω στο κεφάλι μας».
Μα ίσως δεν πρέπει να είμαστε τόσο αισθηματικοί. «Ζώμεν εν εποχή μεγάλου και επιστημονικού θετικισμού» και (προσθέτω εγώ) μεγάλης επιπολαιότητας. Εγώ εξετάζω αν μπορούσαμε να τα πάρουμε αυτά τα μέρη με το στρατό μας και το στόλο μας, αφού αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε την πολιτική την Ελλαδική, και λέω πως τα περισσότερα μπορούσαμε. Και εξετάζω ακόμα αν μπορούσαμε να επιμείνουμε να μας δώσουν τώρα οι Βούλγαροι ανταλλάγματα, αφού πρόφτασαν αυτοί και τα πήραν.
Ήτανε γνωστό, σ' όσους μελετούν και στοχάζονται (και ο πολιτικός έχει θαρρώ, χρέος να μελετά και να στοχάζεται), πως οι Βούλγαροι θα προσπαθούσαν να κάνουν κατοχή στα μέρη που τους παραχώρησε η Ρωσσία με τη συνθήκη του Άγιου Στέφανου στα 1878, και κάτι περισσότερο. Λοιπόν η συνθήκη αυτή δίνει στους Βουλγάρους το μεγαλήτερο κομμάτι της Μακεδονίας και της Θράκης. Μα αν ήταν να μας αφήσουν οι Βούλγαροι εκείνα τα μέρη μονάχα που απόμεναν για την Ελλάδα έξω από τη γραμμή του Άγιου Στέφανου, δεν είχαμε ανάγκη να κάνουμε μαζύ με τους Βουλγάρους τον πόλεμο. Ας τον έκαναν μοναχοί τους, γιατί και έτσι να τον έκαναν και να νικούσαν, πάλι θα μας άφηναν αυτά τα ίδια μέρη, και θα τους λέγαμε και σπολλάτη. Ο πόλεμος ήταν περιττό ξόδιασμα χρημάτων και ανθρώπων, αν σκοπός του ήτανε να ευκολύνει τους Βουλγάρους να κάνουν τη Μεγάλη Βουλγαρία του Άγιου Στέφανου.
Ήταν αναπόφευγο λοιπόν, υποθέτω, εμείς ― αφού δεν είχαμε ορίσει από πριν τα πράματα με τους καλούς μας συμμάχους ― να κοιτάξουμε να πάρουμε πρωτήτερα όσα μπορούσαμε περισσότερα από τα μέρη που ήταν βέβαιο πως θα βιάζουνταν να τα καταχτήσουν οι Βούλγαροι. Ο Διάδοχος με το στρατό του έκαμε ό,τι μπόρεσε, και έφτασε στα Βοδενά, στη Γουμέντσα, στη Θεσσαλονίκη, πήρε τη Χαλκιδική, το Λαγκαδά, τη Νιγρίτα, τις Ελευθερές, και έστειλε ευζωνάκια στο Γεύγελι και ιππικό στις Σέρρες. Έπειτα ανέβηκε και έπιασε το Όστροβο και τη Φλώρινα, και ο στρατός του πρόβηκε τέλος και ως στην Κορυτσά. Τα μέρη αυτά, εχτός από τη Θεσσαλονίκη, και τη Χαλκιδική, τα δίνει
όλα η συνθήκη του Άγιου Στέφανου στους Βουλγάρους. Λοιπόν ο Διάδοχος έκανε καλά το μέρος του, το πολύ μπορούσε να είχε προφτάσει ίσως να πάρει και το Μοναστήρι.
Μα η Κυβέρνηση, που τα σχέδια της τα άλλαζε κατά τους ανέμους που φυσούσαν, αντί να στέλνει αποβατικά σώματα να πιάνει νησιά, την ώρα που ο λόγος δεν ήταν για τα νησιά παρά για την Ευρωπαϊκή Τουρκία (Μακεδονία, Θράκη, Ήπειρο), θα έκανε ό,τι έπρεπε, αν εκείνους που έστειλε στη Χίο και στη Μυτιλήνη, τους έστελνε στην Καβάλα (και από κει Δράμα, Σέρρες, Ξάνθη), και στο Δεδεαγάτς, όπου δε θα έβρισκαν μεγάλη αντίσταση, γιατί ο Τούρκος ήταν απασχολημένος αλλού.
Και αν ακόμα δεν ήταν να τα κρατήσει όλα αυτά τα μέρη η Ελλάδα, πάλι θα είχαμε στο χέρι κάτι να ανταλλάξουμε αν τα είχαμε πάρει. Τώρα πια δεν έχουμε τίποτα να ανταλλάξουμε με τους Βουλγάρους, παρά μόνο επιχειρήματα, σαν το ακόλουθο: «πως ο στόλος μας βοήθησε τους συμμάχους». Ενώ αλλοιώς, αντί για επιχειρήματα, θα είχαμε τόπους να ανταλλάξουμε, και το εγχείρημα της κατοχής τόπων είναι κάπως πιο δυνατό από όλα τα λόγια και από όλα τα λογικώτερα επιχειρήματα της θετικιστικής λογικής.
Μα ήταν α ν ά γ κ η να πάρουμε τα νησιά, γιατί αν μας κατηγορήσει κανένας αργότερα πως δεν κερδίσαμε και μεγάλα πράματα από τον πόλεμο και τη συμμαχία μας με τους Βουλγάρους, θα έχουμε να παρατάξουμε καμιά εικοσαριά ονόματα νησιών που πήραμε και μπορούμε να κάνουμε έτσι αίσθηση στον κοσμάκη. Θα του πούμε: «Μα πώς δεν κερδίσαμε πολλά, αφού πήραμε την Τένεδο, την Ίμπρο, τη Θάσο, τη Σαμοθράκη, τη Λήμνο, τον Άη-Στράτη, τα Ψαρά, τη Χίο, τη Μυτιλήνη, τα Μοσχονήσια, την Ικαρία, τις Κορσιές κτλ. κτλ;». Και οι θετικιστές έχουν τις ουτοπίες τους. Τώρα που διαπραγματευόμαστε το ζήτημα της μοιρασιάς και το ζήτημα της ειρήνης, δεν κοιτάζουμε τι είναι να πάρουμε περισσότερο, αφού είμαστε θετικιστές, παρά γυρεύουμε να σιγουρέψουμε προπάντων την ομοσπονδία τη Βαλκανική. Κοντεύουμε να ξεχάσουμε τη μοιρασιά για χάρη της μελλούμενης πιθανής ομοσπονδίας. Πάμε να πιάνουμε τη σκιά και αφήνουμε το κρέας. Μα, ας είναι, δεν μπορεί, θα μας απομείνουν και κάμποσα μέρη. Δεν ταιριάζει να παραπονιόμαστε ολοένα. Και όταν οι καλοσυνείδητες ή όχι εφημερίδες και οι καλόπιστοι ή κακόπιστοι αντιπολιτευόμενοι στη Βουλή σηκωθούν και αρχίσουν να τον χτυπούν αλύπητα, θα ανεβεί στο βήμα ή θα βγει σ' ένα μπαλκόνι ο πρωθυπουργός ― ο πρώτος πολίτης του κράτους ― και θα μιλήσει στους «άνδρας Αθηναίους» έτσι:
«Μήπως παράλαβα την Ελλάδα μεγάλη και σας την παραδίνω μικρή; Μήπως είχε πολλούς κατοίκους, πολλά πλούτη, πολλούς τόπους, και γω σας τα λιγόστεψα όλα αυτά; Η Ελλάδα, κύριοι, από 64,000 τετραγωνικά χιλιόμετρα που ήταν, είναι, τώρα 84,000, και από 2.700,000 κατοίκους που είχε, έχει τώρα 4,000,000. Πού είναι η ζημία, και πού η προδοσία; Δεν επρόσθεσα στην Ελλάδα, που είναι ο ομφαλός του Ελληνισμού, τα Γιάννενα, τη Βέροια, τα Ψαρά, τη Χίο, τη Νιάουσα, τους Άγιους Σαράντα; κτλ κτλ. (άλλα σαράντα ονόματα). Και αλήθεια προδοσία δεν υπάρχει. Μα η ελαφρομυαλιά, η ασύγκριτη, είναι κάτι αξιοθαύμαστο. Ως τόσο οι «άνδρες Αθηναίοι» ― ο ομφαλός του ομφαλού της Ρωμιοσύνης ― και οι κύριοι συμπολιτευόμενοι βουλευτές θα χειροκροτήσουν, και στα πραχτικά της Βουλής και στις συμπολιτευόμενες εφημερίδες θα βλέπεις, ω αναγνώστα, σημειωμένα «παρατεταμένα χειροκροτήματα» και «ουρανομήκεις ζητωκραυγάς». Και έτσι, πάει λέοντας.
Ποιος από τους Ελλαδίτες δεν έχει Ελλαδική αντίληψη; Ποιος έχει να στενοχωρεθεί για κείνο που μπορούσε να είχε γίνει και δεν έγινε, ή για κείνα που δεν τα κατάφεραν καλά, ή για τους αναρίθμητους Έλληνες που θα πρέπει ή να γίνουν Βούλγαροι ή να φύγουν από τους τόπους που είναι πατρίδα τους, πατρίδα άλλο τόσο Ελληνική, όσο Ελληνικός είναι και ο Μωρηάς ή η Ρούμελη; Και ποιος άλλος, παρά κακόβουλοι εχθροί του πρωθυπουργού και του κόμματος, για προσωπικούς λόγους, μπορούν να ξεστομίσουν καν την αμφιβολία τους; «Μα την ώρα που η Ελλάδα από 64,000 χιλιόμετρα γίνεται 84,000, τι γίνεται η Βουλγαρία και η Σερβία;». Αν η Βουλγαρία, γίνεται τζάμπα και με τη βοήθειά μας, μ ε γ ά λ η Β ο υ λ γ α ρ ί α, διπλή δηλαδή παρ' ό,τι ήταν, και με λιμάνια στο Αιγαίο, και βάζουμε στο κεφάλι μας για τα μελλούμενα χρόνια του Έθνους μπελάδες χίλιες μύριες φορές χειρότερους από τον μπελά των Τούρκων, κατεβάζοντας τους Σλαύους εμείς και δυναμώνοντάς τους, τι μας μέλει εμάς τους Ελλαδίτες; Δεν πάει να γίνει ό,τι θέλει και Βουλγαρία και Σερβία, αφού εμείς είμαστε ευχαριστημένοι με το κράτος μας και μας παινούνε κιόλας οι Ευρωπαίοι για τον πρωθυπουργό μας; Και αν μάλιστα μας λάχει και η Θ ε σ σ α λ ο ν ί κ η ― πράμα όχι αδύνατο ούτε και πολύ σπουδαίο, γιατί θα πάρουμε μόνη την πολιτεία και λίγα χιλιόμετρα γύρω, και σε δέκα χρόνια μέσα τα Σερβικά και Βουλγάρικα λιμάνια στην Αδριατική και στην Άσπρη θάλασσα θα ρουφήξουν όλο το τωρινό εμπόριο της Θεσσαλονίκης, ― ε, τότε ποιος μας πιάνει;
Το όνομα «Θεσσαλονίκη» είναι μάγια φορτωμένο, αντιλαλεί σαν κανόνι, και λάμπει στα μάτια του λαού σαν το άστρο της αυγής, και μόνο αυτή να κάνουμε δική μας, ο Βενιζέλος δεν πέφτει από την Πρωθυπουργία, ― πράμα αδιάφορο. Ποιος θα κοτήσει τότε να βγάλει τσιμουδιά; Ως τόσο τα 3/4 της Μακεδονίας, όλη η Θράκη, εχτός από την Πόλη, θα είναι Βουλγαρία, και ο Αρβανίτης θα αρπάξει στο δικό του κράτος τη μισή Ήπειρο.
 
 

08 Ιουνίου 2014

40 maps that explain the Middle East

Ιστορική αναδρομή και επεξήγηση της περιπλοκότητας της Μέσης Ανατολής, σε 40 χάρτες



Read the article HERE

 

 

Τι πραγματικά συμβαίνει στην Θράκη (αναδημοσίευση από το Foreign Affairs, The Hellenic Edition)

Τα αδιέξοδα και οι κίνδυνοι από την απουσία εθνικής πολιτικής στην περιοχή

Για κάποιον που έχει γεννηθεί το 1975, είναι πολύ δύσκολο να καταλάβει τι πραγματικά ήταν η χούντα των συνταγματαρχών και ποιες ήταν οι συνέπειές της στην ψυχή των Ελλήνων που την έζησαν. Όπως το ίδιο δύσκολο είναι να καταλάβει ο ίδιος άνθρωπος το μίσος που έτρεφαν οι παππούδες του για τους ναζί λόγω των εγκλημάτων που είχαν διαπράξει στην οικογένεια και το χωριό τους. Χωρίς την εμπειρική πρόσληψη αυτών των προβλημάτων όλα περνούν στην ιστορία και μετατρέπονται από πάθη σε σελίδες βιβλίων. Κατ’ αντιστοιχία, οι μικρές κοινωνίες με διαφορετικά χαρακτηριστικά συγχωνεύονται στην κυρίαρχη κουλτούρα και οι περιπέτειες ή οι δυσκολίες τής συγχώνευσης γίνονται για τη νέα γενιά μια ιστορία των παππούδων, εφόσον βέβαια η κυρίαρχη κουλτούρα το επιθυμεί και πράξει τα αυτονόητα για την εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού.

Η ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων υπήρξε ανέκαθεν, με κορύφωση τον 19ο αιώνα ένας τέτοιος χώρος υψηλών παθών, λόγω και της εθνοτικής ανομοιογένειας ορισμένων εκ των νέων κρατών που προέκυψαν από αλλεπάλληλες συγκρούσεις και πολέμους την ίδια περίοδο. Αυτό το πρόβλημα ευτυχώς δεν αφορούσε την Ελλάδα, παρότι συμμετείχε σε όλους τους πολέμους. Τα σύνορα άλλαξαν αρκετές φορές λόγω αυτών των συγκρούσεων και, μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο που τα ίδια εθνικιστικά πάθη οδήγησαν την ανθρωπότητα στο χείλος της καταστροφής, υπήρξε, με ελάχιστες εξαιρέσεις, μια άτυπη Ευρωπαϊκή σιγή των όπλων. Αυτή η περίοδος όμως, όπως δείχνουν και τα γεγονότα στην Ουκρανία φαίνεται να πέρασε οριστικά. Λόγω, μεταξύ άλλων, και της εξόφθαλμης αδυναμίας τής ΕΕ να παίξει τον καθοριστικό της γεωστρατηγικό ρόλο, αλλά και της κατάρρευσης της ιδιότυπης ισορροπίας μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων που είχε δημιουργηθεί με τον Ψυχρό Πόλεμο.
Η χώρα μας, όπως πάντα, φαίνεται να είναι απροετοίμαστη σ’ αυτό που έρχεται. Όπως έκανε και πριν την οικονομική κρίση έχει σταυρώσει τα χέρια και περιμένει από την «μάνα» Ευρώπη να εγγυηθεί την ευημερία και την εθνική της ακεραιότητα. Η πρώτη ψευδαίσθηση, αυτή της ευημερίας, χάθηκε. Οι Έλληνες διαπίστωσαν μέσα στην κρίση ότι οι Γερμανοί και οι Ολλανδοί, μεταξύ άλλων Ευρωπαίων, έχουν διαφορετικά συμφέροντα με τα δικά μας και η ομπρέλα τής ΕΕ δεν είναι αρκετή γι’ αυτούς ώστε να δημιουργηθεί μια κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα συμφερόντων. Οι Έλληνες πράγματι έπεσαν από την αιώρα τής ευημερίας. Γι’ αυτό οφείλουμε να είμαστε προετοιμασμένοι ώστε να μην πέσουμε και από την αιώρα τής εθνικής κυριαρχίας. Η αντίδραση των Ευρωπαίων στην κρίση τής Ουκρανίας έδειξε μάλλον τι θα συμβεί σε περίπτωση μιας εθνικής περιπέτειας της χώρας μας. Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα αναλάβει δράση: Θα στείλει στη χώρα μας πενήντα εκατομμύρια ευρώ, τις ευχές του και μια σκληρή δήλωση, και θα κάνει τα πάντα για να διασφαλίσει την ομαλή συνέχιση του εμπορίου με την Τουρκία. Μπορεί και να μην γίνει έτσι, και η παραπάνω σκέψη να αποτελεί μια υπερβολική ή και φοβική αντίδραση απέναντι σε κάτι ανύπαρκτο. Ποιος θέλει, όμως, να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει ένα τέτοιο σενάριο απροετοίμαστος;

Η χώρα, λοιπόν, οφείλει να είναι έτοιμη σε όλα τα επίπεδα. Και ετοιμότητα δεν σημαίνει μόνο αποτρεπτική ικανότητα. Σημαίνει πολύ περισσότερα, ώστε να μην χρειαστεί ποτέ να αποδείξει την αποτρεπτική της ικανότητα. Άλλωστε, το σενάριο των όπλων είναι σε κάθε περίπτωση το χειρότερο δυνατό. Έχει δυστυχία, αίμα και αβεβαιότητα όσον αφορά το αποτέλεσμα. Στόχος πρέπει να είναι πάντα η ειρήνη, η σταθερότητα και η ευημερία.

Τι κάνουμε όμως για αυτά ως χώρα. Ποια είναι η εθνική μας πολιτική; Απ’ ότι φαίνεται στον τομέα αυτόν δεν είμαστε καθόλου αποτελεσματικοί. Την ίδια στιγμή, η «φίλη» και «σύμμαχός» μας στο ΝΑΤΟ, η Τουρκία, ανοίγει προξενεία, εξαγοράζει συνειδήσεις και ετοιμάζει την επόμενη μέρα χτίζοντας τα δικά της εθνικά συμφέροντα πάνω –και- στην δική μας ανικανότητα. Οι γκρεμισμένες γέφυρες και οι μπάρες που δυστυχώς ήταν η πολιτική μας για πολλές δεκαετίες ευτυχώς ξαναχτίστηκαν και ξανασηκώθηκαν. Δημιούργησαν, όμως, το σύνδρομο του κρατούμενου στους μειονοτικούς Έλληνες πολίτες στην Θράκη που υπέστησαν αυτές τις πολιτικές. Πολλοί από αυτούς θα ήθελαν για τον εαυτό τους κάτι άλλο. Η Ελλάδα δεν τους χειρίστηκε με σωφροσύνη. Τους ονόμασε Έλληνες πολίτες αλλά δεν τους ενσωμάτωσε πραγματικά. Σε όλο τον κόσμο, οι διαφορετικές παραδόσεις και ως εκ τούτου οι άνθρωποι που συμμετέχουν σ’ αυτές τείνουν να συγχωνεύονται προς την κυρίαρχη κουλτούρα και σταδιακά η δεύτερη και τρίτη γενιά τείνει να ξεχνάει τις αρχικές καταβολές και συμπεριφορές της.

Εμείς βοηθήσαμε ειρηνικά προς αυτό; Βοηθήσαμε αυτούς τους ανθρώπους «να γίνουν ένα» με τον τόπο στον οποίο ζουν; Μάλλον όχι. Απ’ ότι φαίνεται κάνουμε τα πάντα για να συμβεί το αντίθετο. Αποδεχόμαστε σκοταδιστικές θρησκευτικές πρακτικές, όπως την σαρία, που ούτε οι ίδιοι οι Τούρκοι δεν τις αποδέχονται στην χώρα τους. Μαθαίνουμε σε όλους ανεξαιρέτως -και τους Πομάκους και τους Ρομά- την τουρκική γλώσσα και δεν κάνουμε τίποτα εν γένει ώστε να υπάρξει κοινωνική κινητικότητα και οι νέες γενιές της περιοχής να φύγουν από την κλειστή τους κοινωνία προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Όπως, π.χ. τα υπόλοιπα ελληνόπουλα άφησαν την περιφέρεια (επαρχία) και συγχωνεύθηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα. Αντ’ αυτού προσπαθούμε να επιβάλλουμε σε τρεις διαφορετικές κοινότητες μια ενιαία συνείδηση, που εκτός του πραγματικού γεγονότος ότι αυτή η συνείδηση δεν είναι καθόλου αληθινή για το μεγαλύτερο κομμάτι αυτής της κοινότητας, δεν εξυπηρετεί και σε τίποτα τα εθνικά μας συμφέροντα. Και εθνικό συμφέρον είναι το συμφέρον όλων των Ελλήνων πολιτών για ασφάλεια και ευημερία, για ειρήνη και πρόοδο.

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ
Τι συμβαίνει, όμως, πραγματικά στην Θράκη; Στην περιοχή εκτός των Ελλήνων χριστιανών που είναι σχεδόν διπλάσιοι σε αριθμό, γύρω στις 220.000 σε σύνολο 330.000, έχουμε κάπου μεταξύ 100.000 με 110.000 μειονοτικούς, δηλαδή Έλληνες πολίτες Μουσουλμάνους. Αυτή η γενική ομάδα ανθρώπων χωρίζεται σε τρείς διαφορετικές υπο-ομάδες - εάν εξαιρέσουμε έναν μικρό αριθμό Αλεβιτών (περίπου 3.000 άτομα).

Στην πρώτη υπο-ομάδα ανήκουν οι Πομάκοι Έλληνες πολίτες που κατοικούν ως επί το πλείστον σε ορεινές περιοχές και το φυσικό τους παρουσιαστικό διαφέρει από αυτό των άλλων δύο υπο-ομάδων. Η γλώσσα τους είναι σλαβογενής και ο αριθμός τους είναι κατά τι μικρότερος από εκείνον των τουρκογενών, γύρω στις 40.000 άτομα. Μάλιστα, στην κοινότητα των Πομάκων υπάρχουν εφτά διαφορετικές διάλεκτοι. Οι Πομάκοι είναι σλαβογενές φύλο, αρχικά Χριστιανικό, το οποίο εξισλάμισαν οι Οθωμανοί και το φυσικό τους παρουσιαστικό προσιδιάζει περισσότερο σ’ αυτό των βορείων Ευρωπαίων (ξανθοί, γαλανά μάτια, κ.λπ.).

Η δεύτερη υπο-ομάδα είναι αυτή των Ρομά Ελλήνων πολιτών. Κατοικούν στα πεδινά και είναι περίπου 15.000 άτομα. Οι Ρομά τής Ξάνθης (γιατί στην Κομοτηνή έχει και Χριστιανούς) είναι κατ’ όνομα Μουσουλμάνοι, αλλά στην πράξη παγανιστές.

Και, τέλος, υπάρχει η υπο-ομάδα των αυτο-αποκαλούμενων τουρκογενών Ελλήνων πολιτών που αριθμούν γύρω στις 45.000 άτομα, καθώς ένα σημαντικό κομμάτι αυτού του πληθυσμού έφυγε τις δεκαετίες τού 1960 και 1970. Οι Τουρκογενείς είναι Σουνίτες Μουσουλμάνοι (εκτός από τους Αλεβίτες, οι οποίοι ανήκουν σε μια Σιιτική αίρεση και δεν έχουν πολλά κοινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά μ’ αυτά των Σουνιτών).

Παρά τις τεράστιες διαφορές μεταξύ αυτών των υπο-ομάδων, το επίσημο ελληνικό κράτος και οι πολιτικοί μας τους αποκαλούν συνήθως ως «τουρκική μειονότητα» και, μάλιστα, λαμβάνουν ως δεδομένο ότι όλοι επιθυμούν και πρέπει να μάθουν την τουρκική γλώσσα. Δηλαδή, φαίνεται ως εάν η εθνική μας πολιτική να είναι ο εκτουρκισμός συνολικά αυτής της ομάδας είτε αυτή το θέλει είτε όχι. Τούτο εκτός από παραβίαση της εθνικής κοινής λογικής αποτελεί και παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τουλάχιστον των δυο εκ των τριών ομάδων, που όχι μόνο αυτοπροσδιορίζονται ως διαφορετικές αλλά είναι διαφορετικές.

Θα αναρωτηθεί κανείς επίσης ότι αφού το μεγαλύτερο κομμάτι τής μειονότητας δεν είναι τουρκογενές, γιατί τα πολιτικά κόμματα επιλέγουν υποψηφίους από το μικρότερο κομμάτι τής μειονότητας; Σ’ αυτόν τον τομέα φαίνεται πως υπάρχει ανάγκη να υπάρξει μια απο-ιδεολογικοποιημένη συμφωνία μεταξύ όλων των κομμάτων ώστε να μην γίνεται η μειονότητα της μειονότητας πεδίο ψηφοθηρικού ανταγωνισμού, που δεν βοηθάει την χώρα και ενισχύει τον ρόλο τού τουρκικού προξενείου να παίζει πολιτικά παιχνίδια εις βάρος μας.

ΑΠΛΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ
Ας δούμε, όμως, επί του πρακτέου μερικές πολιτικές που θα μπορούσαμε να ασκήσουμε προκειμένου να λύσουμε -πάντα ειρηνικά και προς όφελος όλων- αυτό το εθνικό πρόβλημα:

- Αναγνώριση της πολυσυλλεκτικότητας της μειονότητας και δημιουργία εξατομικευμένων πολιτικών στην εκπαίδευση. Οι Πομάκοι και οι Ρομά δεν χρειάζεται να μαθαίνουν την τουρκική γλώσσα εφόσον δεν το επιθυμούν και στους αυτοπροσδιοριζόμενους ως τουρκογενείς Έλληνες πολίτες να δίνεται η δυνατότητα να φοιτούν σε ελληνικά σχολεία, πάντα εφόσον το επιθυμούν. Είναι ενδεικτικό τής κατάστασης που επικρατεί ότι, το ένα τρίτο περίπου των πολιτών τής Θράκης δεν μιλούν καλά ελληνικά και οι περισσότεροι εξ αυτών είναι αναλφάβητοι, δηλαδή δεν μπορούν παρά να παραμείνουν εντός των «τειχών» τής μικρής τους κοινότητας ως γεωργοί και εργάτες, παρότι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ελλάδα. Αυτό καταδεικνύει την ένδεια και την αστοχία των ελληνικών πολιτικών όσον αφορά το ζήτημα της εκπαίδευσης αυτών των Ελλήνων πολιτών, με την απουσία ελληνικών δημόσιων σχολείων και με την εκπαίδευση των νέων τής μειονότητας να γίνεται σχεδόν αποκλειστικά στην τουρκική γλώσσα. Αντιστοίχως, όσον αφορά τους Πομάκους και τους Ρομά, απουσιάζει μια συνολική εκπαιδευτική πολιτική που να τους διαχωρίζει από τον τουρκογενή πληθυσμό και να τους δίνει την δυνατότητα να μαθαίνουν την γλώσσα τους, παρότι δεν υπάρχει σε πλήρως αναπτυγμένη μορφή -ειδικά για τους Ρομά-, αντί να μαθαίνουν με το ζόρι την τουρκική γλώσσα. Και βέβαια να τους δίνεται η δυνατότητα να μαθαίνουν και την ελληνική γλώσσα ώστε να μπορούν να ενσωματωθούν ισοτίμως στην ελληνική κοινωνία και οικονομία.

- Δημιουργία νέων δημόσιων ολοήμερων σχολείων σε όλες τις ευαίσθητες περιοχές με υψηλό επίπεδο δραστηριοτήτων, μόρφωσης και σίτισης των παιδιών. Αν το ελληνικό κράτος αδυνατεί να αναλάβει αυτόν τον απλό ρόλο, ας επιδοτήσει ιδιώτες σχολάρχες να ανοίξουν υψηλού επιπέδου ιδιωτικά ολοήμερα σχολεία με σίτιση. Όλοι οι Ρομά, Πομάκοι και τουρκογενείς να μπορούν να φοιτούν σε αυτά τα μοντέρνα ευρωπαϊκά σχολεία και να έχουν έτσι δυνατότητα επιλογής αντί να πηγαίνουν στα μειονοτικά σχολεία που διαιωνίζουν την περιθωριοποίησή τους. Φαίνεται απίστευτο πως το ελληνικό κράτος απουσιάζει από αυτόν τον ευαίσθητο χώρο και απωθεί κάθε ιδέα ενσωμάτωσης αυτών των πληθυσμών στην κυρίαρχη ελληνική κουλτούρα και γλώσσα. Για παράδειγμα, η περιοχή Δροσερό έχει περίπου 2.000 παιδιά και μια σχολική υποδομή που δεν μπορεί να φιλοξενήσει ούτε το ένα πέμπτο αυτών των παιδιών, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται ο αναλφαβητισμός και η περιθωριοποίηση του τοπικού μειονοτικού πληθυσμού.

- Εξασφάλιση ελεύθερης εισόδου όλων των παιδιών τής μειονότητας στα ελληνικά πανεπιστήμια της Αθήνας, της Πελοποννήσου και της Κρήτης, και επιδότηση των σπουδών τους ώστε να μπορούν να μένουν σ’ αυτές τις πόλεις μακριά από το σπίτι τους. Εξασφάλιση, σε όλους ανεξαιρέτως, υποτροφίας για σπουδές στην αλλοδαπή και δημιουργία, σε συνεργασία με τον απόδημο ελληνισμό, κέντρου ανεύρεσης εργασίας στο εξωτερικό για τους Έλληνες πολίτες τής μειονότητας, εφόσον το επιθυμούν να συνεχίσουν τη ζωή τους εκτός της χώρας.

- Σε όσους δεν σπουδάσουν, εξασφάλιση θέσεων εργασίας στο δημόσιο, ειδικά στους Δήμους και τις Υπηρεσίες τής Περιφέρειας, σε περιοχές εκτός του νομού καταγωγής τους.

- Για τους απόφοιτους πανεπιστημίων της μειονότητας που θα οδηγηθούν σε ένα ελεύθερο επάγγελμα, κάλυψη των πρώτων εξόδων για την επιχείρησή τους (ιατρείο, οδοντιατρείο, δικηγορικό γραφείο, κ.λπ.) σε μεγάλα αστικά κέντρα και επιπλέον εξασφάλιση ορισμένων συμβάσεων με το δημόσιο κατά την διάρκεια της πρώτης δύσκολης επαγγελματικής τους περιόδου.

- Εξασφάλιση συντάξεων για όλους τους μειονοτικούς, ώστε να αποκοπεί ο ομφάλιος λώρος της οικονομικής τους εξάρτησης από το τουρκικό προξενείο και να υπάρξει η αναγκαία γι’ αυτούς κοινωνική κινητικότητα εκτός των ορίων της μικρής τους κοινότητας.
- Ισχυρά οικονομικά κίνητρα για μετεγκατάσταση χωριών σε άλλες περιοχές τού Νομού ή της χώρας, ειδικά για τα ορεινά και απομονωμένα χωριά, με δωρεάν γη, πρόγραμμα οικοδόμησης νέων κατοικιών, αύξηση των προνομιών και των συντάξεων όσων επιλέξουν αυτόν τον δρόμο.

- Ισχυρά κίνητρα σε άλλους Έλληνες πολίτες που θέλουν να εγκατασταθούν στην περιοχή. Όσοι θα επιλέξουν να μετεγκατασταθούν θα έχουν εξασφαλισμένη θέση σε δημόσια υπηρεσία χωρίς το δικαίωμα απόσπασης ή μετάθεσης πουθενά και για κανέναν λόγο, διπλασιασμό των δικαιωμάτων μητρότητας, αυξημένα οικογενειακά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Επιπλέον, παροχή δωρεάν στέγης από πρόγραμμα οικοδόμησης νέων κατοικιών.

- Σταδιακή απαγόρευση της σαρία και κάθε εξωδικαιικού και σκοταδιστικού θρησκευτικού κανόνα εξουσίας, που αντιβαίνει στο ελληνικό Σύνταγμα και το Ευρωπαϊκό δικαιικό κεκτημένο.

- Δημιουργία υπηρεσίας οικογενειακής πρόνοιας και προγραμματισμού, ώστε ένας κοινωνικός λειτουργός να μπει σε κάθε σπίτι και να κοινωνικοποιήσει τα μέλη τής οικογένειας στους μοντέρνους οικογενειακούς κανόνες συμβίωσης, αλλά και να μπορεί να δώσει πραγματική διέξοδο στις κακοποιημένες γυναίκες.

- Έλεγχο των παράνομων χρηματοδοτήσεων από το προξενείο και εν τέλει εφόσον επιτευχθεί σε βάθος χρόνου η ενσωμάτωση των μειονοτικών Ελλήνων πολιτών τής Θράκης, κλείσιμο ή μεταφορά του. Άλλωστε η Τουρκία μάς «χρωστάει» ένα προξενείο, την στιγμή που η χώρα μας έχει τρία προξενεία στην Τουρκία και η Τουρκία τέσσερα στην Ελλάδα (Ψυχικό, Ρόδο, Θεσσαλονίκη, Κομοτηνή). Η χώρα μας μπορεί νομιμότατα να κλείσει ένα εκ των τεσσάρων προξενείων και να συνδέσει το κλείσιμό του με μια αφορμή που σίγουρα θα μας δώσει η Τουρκία στο μέλλον.

- Συγκρότηση νέου αναπτυξιακού νόμου για την περιοχή με την υποχρέωση οι νέες επιχειρήσεις που θα επιδοτηθούν να έχουν μέρος τού προσωπικού τους από την μειονότητα. Πρέπει, βεβαίως, να αποφευχθούν τα λάθη και η διαφθορά τού παρελθόντος που χαρακτήρισαν τον παλαιότερο αναπτυξιακό νόμο στην περιοχή. Επίσης, το νέο σχέδιο πρέπει να αφορά μια πλειάδα εξωστρεφών και μοντέρνων επενδύσεων και να επικεντρώνεται στον τουρισμό και την βιομηχανική παραγωγή.

- Δημιουργία υποσταθμού αναμετάδοσης των ελληνικών τηλεοπτικών σταθμών. Φαίνεται απίστευτο οι ελληνικές τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές συχνότητες να μην φτάνουν σε όλη την Θράκη και η μειονότητα να παρακολουθεί μόνο τουρκικούς σταθμούς, με φημολογούμενη επιδότηση της δορυφορικής κάλυψης για όλα τα σπίτια από το προξενείο. Το ίδιο ισχύει και με τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας οι οποίες καλύπτουν το 100% π.χ. της Μυκόνου αλλά απουσιάζουν από αυτήν την ευαίσθητη περιοχή αφήνοντας στα τουρκικά δίκτυα όλη την επικοινωνία. Τι είδους πολιτική είναι αυτή που επιβάλλει τον αποκλεισμό αυτών των ανθρώπων από την υπόλοιπη ελληνική επικράτεια;

- Επέκταση σχεδίου πόλης τής Ξάνθης και της Κομοτηνής ώστε να μπορέσουν να απογκετοποιηθούν οι Πομάκοι από τις ορεινές περιοχές, να κατέβουν προς τα πεδινά και να ενσωματωθούν με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Αυτό θα εξυπηρετούσε και την προοπτική δημιουργίας καλύτερων σχολικών μονάδων, εκτός του ότι θα συμβάλλει στην αστικοποίηση και την πρόοδο του πληθυσμού.

- Η εκκλησία να αναλάβει ρόλο αντίβαρου του τουρκικού προξενείου, παρέχοντας περαιτέρω απροϋπόθετη αρωγή στον τοπικό πληθυσμό.

Στον σχεδιασμό και την εφαρμογή των παραπάνω πολιτικών θα μπορούσε να βοηθήσει και η συγκρότηση ενός Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, με κανονιστικές αρμοδιότητες και προϋπολογισμό, που θα προσδώσει διάρκεια και συνέχεια στις εφαρμοζόμενες εθνικές πολιτικές.

ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΟΣΤΟΣ
Κάποιος θα σκεφτεί ότι όλα αυτά στοιχίζουν. Στοιχίζουν, όμως, πολύ λιγότερο από οτιδήποτε άλλο θα χρειαστεί να κάνουμε στο μέλλον, και είναι σίγουρο το αποτέλεσμά τους. Επιπλέον, τιμούν την ανθρώπινη ζωή και βοηθούν την ευημερία όλων των Ελλήνων πολιτών. Πρόκειται για μια σειρά πολιτικών που ορίζονται ως θετικές διακρίσεις, όπως έγινε στις ΗΠΑ με τους έγχρωμους Αμερικανούς από την δεκαετία τού 1970 και εντεύθεν. Διότι, η νοοτροπία του γκέτο και της κλειστής κοινωνίας που αναπαράγεται σε αντιπαράθεση με τους ευρωπαϊκούς και μοντέρνους κανόνες ζωής, δεν τιμά την χώρα μας και βέβαια δεν βοηθάει ούτε τους ανθρώπους σ’ αυτές τις περιοχές ούτε την εθνική μας ακεραιότητα. Επιπλέον, μέρος αυτών δαπανών θα μπορούσαν να ενταχθούν σε ευρωπαϊκή χρηματοδότηση από λιμνάζοντες πόρους, αλλά, το κυριότερο, θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι όλοι αυτοί οι πόροι θα πάνε εκεί που πρέπει μέχρι το τελευταίο ευρώ και όχι στις τσέπες μεσαζόντων και εργολάβων. Η διαφθορά σε αυτό τον χώρο πρέπει να ταυτιστεί με την εσχάτη προδοσία και να αντιμετωπιστεί ως τέτοια.

Είναι σίγουρο ότι οι «εργάτες όλου του κόσμου» έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους. Το ίδιο σίγουρο, όμως, είναι ότι τουλάχιστον για το άμεσο μέλλον αυτή η διαπίστωση δεν εξυπηρετεί κανέναν εθνικό σκοπό που να αφορά την ειρήνη και την ευημερία τού τόπου μας. Ακόμα καλύτερο για όλους μας θα ήταν να υπήρχε ένας κόσμος χωρίς σύνορα και οι άνθρωποι να ζούσαν όλοι ευτυχισμένοι. Αυτές οι ευγενείς σκέψεις ουδόλως βοηθούν, όμως, στην παρούσα φάση την χώρα μας και, παρότι ευγενείς, κινούνται στη σφαίρα τού πολιτικού ρομαντισμού. Και εάν, μάλιστα, γίνουν το σημείο αναφοράς τής πραγματικής, εμπειρικά νοούμενης, εθνικής πολιτικής, κινούνται μάλλον στην σφαίρα τής εθνικής μειοδοσίας. Τούτο διότι, λαμβάνοντας υπόψη την πραγματική κατάσταση έτσι όπως έχει διαμορφωθεί σε παγκόσμιο και ειδικά σε περιφερειακό επίπεδο, η εφαρμογή πολιτικών με βάση τον ρομαντισμό και -ακόμα χειρότερα- η αδράνεια, θα οδηγήσουν σε εθνική καταστροφή. Η Ελλάδα σίγουρα δεν χρειάζεται ρομαντικές και διεθνιστικές πολιτικές. Το ίδιο σίγουρο, όμως, είναι πως δεν χρειάζεται και τις υπερ-εθνικιστές αντιλήψεις. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τις μεγαλύτερες ήττες στην ιστορία της η χώρα μας τις υπέστη έχοντας σε θέσεις εξουσίας «υπερπατριώτες» εθνικιστές.

Η Ελλάδα για να επιβιώσει μακροπρόθεσμα θα πρέπει να παραμείνει μια κοινότητα αξιών στην οποία να μπορούν να ευημερήσουν όλοι χωρίς εξαιρέσεις, αλλά ως ένα «ενιαίο ελληνικό πράμα». Η επίλυση των εθνικών θεμάτων δεν περνάει ούτε πάνω από μπάρες ούτε μέσα από αριστερίζοντα ή εθνικιστικά λογύδρια, αλλά μέσα από πραγματικές πολιτικές με συγκεκριμένες στοχεύσεις και διάρκεια. Περνάει μέσα από την συγκρότηση ενός νέου, ειρηνικού, πατριωτικού φρονήματος. 

~~~~~~~~~~~~~~
Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος Μαΐου τού Foreign Affairs, The Hellenic Edition. Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.